Η Βικτώρια στον καιρό των τσιγγάνων

wpid-wp-1457075638192.jpeg

Την εποχή που κυκλοφόρησε ο Καιρός των Τσιγγάνων του Κουστουρίτσα η δική μου ηλικία με ωθούσε να τρέχω να δω κάποιο Ρόκι ή Ράμπο στους κινηματογράφους. Πολλές φορές, όμως, το διάχυτο hype μιας δράκας μέσων ενημέρωσης είναι ικανό να σου δημιουργήσει εικόνες που διαστρεβλώνουν την πραγματική σου βιωμένη καθημερινότητα.

Το τρίπτυχο ελληνικός σωβινισμός-Βαλκάνια-φολκλόρ παρήγαγε ένα ντόμινο ψεμμάτων και πολιτιστικών τερατογεννέσεων-από την κολλητική του μπόχα δύσκολα μπορούσες να ξεφύγεις. Έτσι, ο κουρνιαχτός αυτής της μεταδοτικής μίρλας που χαρακτηρίζει πολλά απ’όσα συμβαίνουν εδώ γύρω, έκρυψε τα σημαίνοντα της ταινίας του Κουστουρίτσα.

Ενός οδοιπορικού φτώχειας και ελπίδας γεμάτου χαμόγελα με χρυσά δόντια, βαλκανικού μαύρου χιούμορ και ποιητικών εικόνων μιας χώρας που θα διαλυόταν πάνω στα πήλινα πόδια της. Όλως τυχαίως, με το σήμερα, το ψεύτικο όνειρο ήταν η καπιταλιστική Δύση και η κατάληξη του ο βιασμός σωματικός αλλά και ψυχικός. Ο Κουστουρίτσα, λίγα χρόνια μετά, κατάφερε το ακατόρθωτο. Να παράξει εθνικισμό και ψέματα κάνοντας σπουδαία τέχνη με το Underground. Κατάφερε, τότε στις Κάννες, να κάνει τον Αγγελόπουλο ( που λέγαμε για τις τερατογεννέσεις πιο πάνω;) να βάλει στο ζύγι την τέχνη του και να αποχωρήσει θυμωμένος επειδή το δικό του Βλέμμα του Οδυσσέα είχε αποδειχθεί ελλιποβαρές απέναντι στη δημιουργία από τη Σερβία.

Τότε το χιούμορ της προηγούμενης ταινίας είχε ήδη δώσει τη θέση του στην πικρία ενός κατεστραμμένου από τον πόλεμο τόπου γεμάτου φωτιές και ανοιχτές πληγές. Το γεγονός πως το χιούμορ αυτό επέστρεψε στην επόμενη ταινία του (τo Μαύρη γάτα, άσπρος γάτος) είναι απορίας άξιο,πιθανότατα ιδιοσυγκρασιακή  παραξενιά αλλά και τελευταία αναλαμπή ενός δημιουργού που αργότερα παραδόθηκε στις μονομανίες, τους εγωισμούς και την έλλειψη της έμπνευσης που αποφέρει η απομάκρυνση από το τώρα.

Μας άφησε κληρονομιά όμως ο Εμίρ. Μίλησε για τις φωτιές, χαρακτηριστικό και του κλίματος αν θες, που τόσο εύκολα ανάβουν στην Ανατολική Μεσόγειο. Απέδειξε πως η λέξη πατρίδα εκτός από το αρχικό γράμμα μοιράζεται πολλά περισσότερα με τη λέξη πολλαπλότητα και πως αυτή μπορεί να κινητοποιήσει άπειρες διαφορετικές-συγκλίνουσες αλλά και αποκλίνουσες-δυνάμεις. Αρκεί αυτές να μην ισοπεδώνουν τα κορμιά και τις ψυχές των ανθρώπων.

Οι φωτιές, όπως καθετί στη φύση, σύνορα δεν κοιτούν, δεν το έκαναν ποτέ. Όταν τα Βαλκάνια έπαψαν να αποτελούν πεδίο πειραματισμού, σταμάτησαν να είναι hot-spot για την κερδοφορία των εταιριών οπλισμού, αυτή η καταραμένη περιοχή που λέμε Ανατολική Μεσόγειος είχε ένα πρόβλημα για οποιαδήποτε λύση. Βρεθήκαμε πάλι μέσα στο ατελείωτο γαϊτανάκι από πορείες στο πουθενά, μέσα από διαδρομές και μέρη που θα πλήρωνα για να τα δώ με αφετηρία έναν ή και περισσότερους (η πολλαπλότητα και πάλι) και κατάληξη το ίδιο όνειρο της δικιάς μας κοντινής Αμερικής. Εδώ τώρα δεν υπήρχε ένας αντίστοιχος Κουστουρίτσα να κλάψει, όπως μόνο οι Βαλκάνιοι ξέρουν , πάνω από τα ερείπια. Το κοντινότερο ως καταγραφή που μου έρχεται στο μυαλό είναι το Αραράτ του Αρμένιου Ατόμ Εγκογιάν μια συγκινητική α-πάτριδα αισθητική ματιά στην έννοια της πατρίδας και της μνήμης. Μέσα από τους τρομαχτικά δυνατούς πίνακες, και ακολουθώντας χαλαρά την ιστορία του σπουδαίοι εικαστικού Αρσίλ Γκόρκι, ο Εγκογιάν θρηνεί, πιθανότητα, για τη μεγαλύτερη πατρίδα όλων μας, τα παιδικά μας χρόνια.

Ίσως αυτός, ίσως οι πατριώτες του, όντας εγγύτερα σε αυτά που συμβαίνουν τελευταία να μπορούσαν να δώσουν μια σαφέστερη εικόνα αυτών που βιώνουμε, ο καθένας σε προσωπικό επίπεδο, τον τελευταίο σχεδόν ένα χρόνο που παρακολουθούμε τα καραβάνια να μας φτάνουν και τα δράματα να μας προσπερνούν. Τόσους μήνες στη Βικτόρια και στο Πεδίο το δικό μου μυαλό, μάλλον για αυτοπροστασία, επικεντρώνεται σε λεπτομέρειες επιδιώκοντας να ξεχάσει τη μεγάλη εικόνα που μπορείς να τη βαφτίσεις με διάφορες λέξεις: πόλεμος, προσφυγιά, θάνατος, ελπίδα, οικογένειες, παιδιά, λύπη, κόλαση.

Ήταν η εικόνα, χθες στη Βικτόρια, αυτή που κινητοποίησε άρρητες διαδικασίες. Το χρώμα του ήταν λίγο πιο μαύρο από τους τσιγγάνους του Εμίρ, η ηλικία του πιθανότατα λίγο πάνω από πενήντα αλλά έμοιαζε εβδομήντα. Ο τρόπος που, ράθυμα και παραπονιάρικα ρουφούσε τον καπνό του τσιγάρου, τον έκανε πολύ βαρύ. ήταν, όμως αρκετά ελαφρύς ώστε να χώνεται σε κάθε ουρά για να κερδίσει έναν χυμό, κάποια μπισκότα παραπάνω. Το τριμμένο του παντελόνι, το πουλόβερ κατάσαρκα, το παλιό μακρύ σακάκι ήταν βγαλμένο από τον Καιρό των Τσιγγάνων. Ίσως μόνο το χιούμορ του έλειπε, αλλά κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά από το σπίτι του λογικό αυτό να έμεινε εκεί πίσω. Ήταν μια παρουσία τόσο δυνατή ώστε δεν σου πήγαινε να του πεις (σε ποια γλώσσα άραγε;) το αυτονόητο: ξαναπήρες χυμό, κάτσε στην ουρά με τους άλλους, δεν έχουμε παντελόνια τώρα.

Ξαφνικά και πάλι όπως τόσες φόρες τους τελευταίους μήνες, εκείνο το Edelezi, το τραγούδι της θλίψης και του αποχαιρετισμού στα δικά μου μάτια, ήρθε και κυριάρχησε, απλώθηκε μέσα μου με τεράστια ένταση καταλαμβάνοντας κάθε κύτταρο του εγκεφάλου μου. Αυτό που φοβάμαι είναι πώς αυτή η καταιγίδα μέσα μου θα συνεχίσει, θα την ξαναζήσω και την επόμενη φορά στη Βικτόρια, στο πάρκο, κάπου αλλού.

Κάντη να σταματήσει Εμίρ, κάνε κάτι τέλος πάντων.

ο κουλτουριάρης

image

https://bluebig.wordpress.com/2016/03/04/