Αποτυπώνω στο χαρτί αυτά που η ζωή μου έδωσε και ‘γώ αρνήθηκα να πάρω. Έζησα τα προσωπεία που φόρεσα και έθαψα το προσωπείο που ήμουν. Μία ζωή άλλων στο σώμα μου. Γι’ αυτό και το εκδικούμαι. Το ποτίζω και το ταΐζω με προϊόντα που δεν αντέχω, για να το σκοτώσω. Ακόμα και τον θάνατο του σώματός μου δεν έχω την παλικαριά να τον δω στα μάτια…
Βάφω τα νύχια των δακτύλων μου στο χρώμα του αίματος. Ένα χρώμα βαθύ κόκκινο, λες και έχω ανοίξει τα σωθικά μου και έχω χώσει μέσα τα δάκτυλά μου. Ευτυχώς, το μανό-αίμα δεν ξεραίνεται και συνεχίζω να ζω…
Λούζω τα μαλλιά μου. Τα στεγνώνω και τα χτενίζω. Παλιές συνήθειες χρόνων αλλοτινών, σκεπασμένων στην άχλη του καιρού. Κάπου εκεί, ξεκαθαρίζω το πρόσωπο από τα απομεινάρια των προσωπείων και βλέπω το χαμόγελό μου. Ευτυχώς, δεν με τρομάζει. Ακόμη τουλάχιστον…
Συνείδηση το λέω. Συνείδηση ματιών που μπορούν ακόμη να ξεχωρίσουν την αλήθεια πίσω από μάτια ψεύτικα και βλέμματα λειψά αισθημάτων. Συνείδηση μιας αληθινής ματιάς επάνω στην ψυχή που πέρασε από συμπληγάδες ανώνυμων εκφάνσεων και ψεύτικων επιφάσεων. Σαν την ματιά του καλλιτέχνη που έχει αποτυπώσει τον σπαραγμό του στο έργο του και τώρα κλαίει στην όψη αυτού που έχει φτιάξει. Αυτός που μόνο ξέρει το μέγεθος ενός πόνου άφωνου, ενός πόνου ανέκφραστου από λέξεις και γκριμάτσες. Ενός αριστουργήματος πόνου και σπαραγμού…
εγραψε το πιτσιρικι