Λίγες γραμμές και πολλές λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν όλα εκείνα τα μικρά ή μεγάλα που κάνουν το σώμα να τρέμει και τη ψυχή να φτερουγίζει από χαρά και νοσταλγία. Ακροβασίες ανάμεσα στα θέλω και στα μπορώ, στο δυνατό και στο αδύνατο, στο τώρα στο χθες και στο αύριο. Υποσχέσεις δόθηκαν, αλλά πόσο μπορούν να τηρηθούν όταν το αύριο δε ξέρει κανείς από εμάς που θα μας βρει;
Τα μάτια λένε πάντα την αλήθεια αν μπορείς να τα διαβάζεις. Κι εσύ μπορούσες πάντα να τα διαβάζεις. Χωρίς να μιλήσω, χωρίς καν να με έχεις απέναντί σου, χωρίς να εκφράσω την παραμικρή συλλαβή, πώς καταφέρνεις να διαβάζεις τη σκέψη μου; Πώς μπορείς να ξέρεις τα θέλω μου, όταν δε σου τα έχω εκφράσει ποτέ όπως θα ήθελα. Όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά γιατί δεν μπορούσα. Γιατί πάντα μοιάζαμε με κούκλες σε θέατρο παραλόγου που με νωχελικές κινήσεις κινούμασταν σε δρόμους παράλληλους με πορείες οι οποίες σπάνια μπορούσαν να συναντηθούν. Μα όταν αυτό γίνονταν, ήταν σαν ολόκληρος ο κόσμος να έχει ρίξει λίγη από την ασημόσκονη πάνω μας. Τα θέλω κοινά, μα οι πορείες πάντα χωριστές. Γιατί να μην μπορούν να ενωθούν όπως τότε; Όσα ειπωθήκανε δεν είναι λόγια για να λέγονται σ” αυτούς που ξέρουν και δε ξέρουν. Ποιό κύμα, ποιό ποτάμι, κατεβάζοντας μνήμες ορμές κι επιθυμίες, ποιος χρόνος ανυπόστατος κρύβεται πίσω από τα λόγια .Πώς θα περάσουμε από το σκοτάδι του αίματος Είναι ένα δάσος το αίμα. Πώς θα συμβιβαστούμε, πώς θα χτίσουμε το ωραίο ταξίδι με τις άμμους που σαλεύουν και φεύγουνε κάθε πρωί. Το ξέρω η θάλασσα μας δίνει φως, η θάλασσα επιβάλλει τη γαλήνη θυμίζοντας ένα κορμί στα βράχια ή εκείνο τον παράδρομο στα χώματα της νύχτας. Όσα ειπωθήκανε μια μέρα θα τα ξαναπούμε θα ξαναβρούμε τάχα τα φτερά εκείνου του πουλιού στα βράχια; Τί γύρευες τόσο ψηλά στον ουρανό Κι ανέβαινα χιλιάδες άστρα να σε συναντήσω; Από τους ώμους μου είχαν φύγει τα φτερά. Τα “ καψε ο ήλιος του μεσημεριού. Πονούσε το κορμί μου κι όταν σ” αγγιζα γεννούσε νύχτες. Πρωί αέρινο και μήτε ν “ ανασάνω μήτε να μιλήσω μ” άφηνες. Ανέβαινα χλωμός απ” την μεγάλη Άρκτο. Δίπλα στο Σείριο τα μαλλιά σου μύριζαν φύκια της θάλασσας αρμύρες του βυθού. Ένα θαμπό χαμόγελο με λάβωνε κι ένα κορμί το απόγευμα που γύριζε κατά τη δύση του……Όλα τα παραπάνω ανήκουν σε στιγμές μοναδικές, που τις νοσταλγώ….Αυτό το ένστικτο… να λειτουργεί πάντα εκεί που δεν το περιμένεις. Και να μη λειτουργεί όταν πραγματικά το θέλεις και το χρειάζεσαι…..
εγραψε το πιτσιρικι