Daily Archives: Δεκεμβρίου 11, 2014

ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ … ΑΝΤΙΟ ΕΛΛΑΔΑ

images

Να την ξαναδώ ακόμα μια φορά ήθελα. Την Ελληνίδα που φορά το μαύρο μαντήλι για να πενθεί τις χαρές που δεν έζησε και αυτές που έφυγαν ανεπιστρεπτί. Να κουβαλά το ταψί με το ξεροψημένο από φούρνο ψωμί στο κεφάλι ισορροπώντας τα τσακισμένα πόδια της στο καλντερίμι κρατώντας το μέτωπο ψηλά σαν Καρυάτιδα που ακόμα και γερασμένη είναι εκεί για να κρατά τη μετόπη της αξιοπρέπειας. Να τον ξαναδώ ακόμα μια φορά ήθελα. Να χώνει το τσαπί τόσο βαθιά στην γη σκοτώνοντας το χώμα για να σπείρει με τα χέρια του ζωή. Να τον δω να σταματά και να ξαποσταίνει κοιτώντας τον ήλιο που κονταροχτυπιόταν από τα γεννοφάσκια του για το ποιος θα αντέξει πιο πολύ μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Να τα ξαναδώ ακόμα μια φορά ήθελα. Τα παιδιά να παίζουν μπάλα στις αλάνες με τα λιτά παντελονάκια τους και ένα κομμάτι ψωμί στο χέρι. Να ματώνουν τα γόνατά τους και να σηκώνονται χωρίς δάκρυα σαν γεννημένοι πολεμιστές έτοιμα για τις μάχες που θα έρχονταν. Να τους ξαναδώ ήθελα. Τους πικραμένους αυτής της χώρας . Να κάθονται στις ξεχαρβαλωμένες καρέκλες ενός καφενείου κάπου στα σύνορα και να κοιτούν μέσα από τα βρώμικα τζάμια την Ελλάδα να τους αποχαιρετά όπως έκανε κάθε μέρα, κάθε εποχή, κάθε χρόνο κι αυτοί να είναι εκεί να την κοιτούν μόνο για να την βλέπουν να φεύγει. Να τις ξαναδώ ήθελα. Τις κοπέλες να απλώνουν τις μπουγάδες στον ήλιο με τα ιδρωμένα φορέματά τους και να κοιτούν στον δρόμο για το ταίρι που θα γυρίσει από το μεροκάματο. Να έχουν στην κατσαρόλα φακές και το κρεμμύδι έτοιμο στο πιάτο και σαν βασίλισσες των γκρεμισμένων ελπίδων να σφίγγουν το χέρι του οικοδόμου που κάθεται σκεφτικός στο κουτσό από ένα πόδι τραπέζι.
Να το ξαναδώ ήθελα. Εκείνο το πρωινό που οι καμπάνες χτυπούσαν και τα παλικάρια είχαν στα χέρια τους κορίτσια με σημαίες να ανεμίζουν. Τότε που όλοι ήταν φτωχοί, ακρωτηριασμένοι, προδομένοι, τσακισμένοι και ελλιπείς αλλά με την σιγουριά ότι εκείνη τουλάχιστον την στιγμή ήταν ελεύθεροι. Να σε ξαναδώ ήθελα. Να ανεβαίνεις στα βουνά αρματωμένος γνωρίζοντας ότι ίσως να ήταν η τελευταία σου ανάβαση και να το χαίρεσαι. Να είσαι ευτυχής που ζούσες για να πεθάνεις για μένα. Για σένα. Για όλα αυτά που ήθελα να ξαναδώ….

εγραψε το πιτσιρικι

Μια κάρτα είναι μωρέ πως κάνεις έτσι. Μια κάρτα είναι.

images

Την είδε πρώτη φορά πριν τρία χρόνια. Στη δημόσια υπηρεσία που τον έστελναν από τη δουλειά, αυτή είχε μόλις αρχίσει να δουλεύει. Στη μεγάλη αίθουσα του αρχείου, καθόταν στο τρίτο γραφείο στα αριστερά. Κάθε φορά που κοιτούσε νούμερα και γράμματα και το μάτι του περνούσε απ’ την αριστερή μεριά της αίθουσας, έκανε μια παύση. Η αναζήτηση του σωστού αρχείου σταματούσε, γιατί δεν μπορούσες να αναζητάς κάτι όταν το είχες ήδη βρει. Δέκα δεκαπέντε δευτερόλεπτα παύση και παρατήρηση. Η μάχη των δαχτύλων με το πληκτρολόγιο, ένα χαμόγελο απ’ το αστείο της διπλανής, μια απάντηση σ’ έναν άγνωστο που ζητούσε να εξυπηρετηθεί.

Την είδε πρώτη φορά πριν τρία χρόνια. Στη δημόσια υπηρεσία σε ένα γραφείο με τα γυαλάκια της και τα κασκολάκια της. Εκεί που πάνε οι ιδέες για να πεθάνουν. Στο βασίλειο της ανίας των άχρηστων κανόνων (αν υπάρχουν κι άλλου είδους είναι έτσι κι αλλιώς συζητήσιμο). Εκείνη επέμενε. Κατέβα στην κόλαση που παγώνουν τα πάντα, στο μηδέν που στεγνώνει ακόμη κι ο ιδρώτας, στο κενό που όλα αιωρούνται και τίποτα δεν κινείται. Εκεί ήταν κι όμως εκείνη επέμενε. Επέμενε με τα δάχτυλά της, με το σβηστό χαμόγελο, με τα μαύρα γυαλιά της. Φυσικά και γίνεται να φυτρώσει λουλούδι στην άσφαλτο, φυσικά και γίνεται να βγει μουσική από την κατσαρόλα, φυσικά και μπορεί να ζήσει έρωτας σε ένα άθλιο room to let βγαλμένο από κακή φωτοτυπία, φυσικά και γίνεται αυτό που δεν μπορείς να φανταστείς ότι μπορεί να γίνει. Εκείνη επέμενε και η ύπαρξή της ήταν η πιο χειροπιαστή απόδειξη ότι μπορείς να αντισταθείς στα πάντα. Ακόμη και στην κατάρρευση του τοπίου και της ζωής που συμβαίνει στο χώρο της δουλειάς.

Μετά από τρία χρόνια διαρκώς πήγαινε έλα, αυτοκίνητο κίνηση, δοκιμές με το λεωφορείο, μετακίνηση με βιβλίο, μετακίνηση με ακουστικά, εκείνη παρέμενε εκεί. Στο τρίτο γραφείο στ’ αριστερά.

Τώρα την είχε ρουφήξει το πληκτρολόγιο, το αστείο της διπλανής, ο άγνωστος που ζητούσε να εξυπηρετηθεί. Στο τηλέφωνο έκλεινε τραπέζι στον Μαραβέγια ή τον Χατζηγιάννη. Συζητούσε με την συνάδελφο για την καινούρια συνοικιακή καφετέρια με τους καναπέδες και το brunch. Αρχειοθετούσε και αρχειοθετούνταν. Τα μάτια πίσω απ’ τα γυαλιά κρύφτηκαν, βούλιαξαν, τα δάχτυλα δεν ήταν πια μακριά, το χαμόγελο δεν ήταν σβηστό ήταν φορετό.

Τι ζητάμε από έναν άνθρωπο για να τον δούμε όμορφο. Να μην μοιάζει, να μην στέκεται στην πεπατημένη, να μην κόβει τις άκρες του για να χωρέσει στο πλαίσιο. Να μην βουλιάξει. Να μην ακούγεται η φωνή του σαν του συναδέλφου στο αριστερό γραφείο, να μην φαίνεται το χαμόγελό του σαν του συναδέλφου στο δεξιό γραφείο. Η ομορφιά καταργείται από μια απόφαση, που δεν πάρθηκε ποτέ στ’ αλήθεια, αλλά είχε τις πιο μη αναστρέψιμες συνέπειες . Η απόφαση να συμμετέχεις στη συλλογική παράνοια, να κάνεις τη δουλειά σου, να βγεις για ποτό και να πας για ύπνο. Η ροή των πραγμάτων σε πήρε και σε σήκωσε και ξυπνάς μια μέρα και να που όντως δεν φυτρώνει λουλούδι στην άσφαλτο, δεν παίζει μουσική η κατσαρόλα, δεν υπάρχει έρωτας στο room to let.

Από κει και πέρα δεν υπάρχει ομορφιά, μόνο η δικαίωση της συμπόρευσης με την «κοινή λογική».

φωτογραφία (18)

Τους είδα. Ανάμεσα σε καμιά δεκαριά ανθρώπους. Χαμογελάνε, πάει ο ένας να ανοίξει το στόμα, δεν έχει λέξη. Δεν είναι αμηχανία, είναι που δεν μπορείς να πεις κάτι , γιατί δεν όλα μοιάζουν άκαιρα ή εντελώς άσχετα. Τα τυπικά δεν έχουν νόημα. Θες να πηδήξεις πέντε ώρες συζήτησης και τρεις ώρες αλκοόλ και να βρεθείς κατευθείαν εκεί. Στο μέρος που πάνε οι άνθρωποι για να συναντηθούν. Πλησίασε μια δυο φορές ο ένας τον άλλο, πήγαν κάτι να πουν, δεν είπαν τίποτα, είπαν μισή πρόταση.

Δεν είναι μόνο ερωτικό το θέμα. Γνωρίζεις κάποιον που έγραψε αυτό το συγκεκριμένο κάτι και δεν ξέρεις τι να πεις. Τι να σου κάνουν κι οι λέξεις οι κακόμοιρες που έχουν αρχή μέση και τέλος, που έχουν σειρά και κανόνες; Πώς να μεταφέρεις το απλό καθαρό αίσθημα κι ένα κομμάτι του νοήματος; Θες απλά να απλώσεις το χέρι και να δώσεις σε έναν άνθρωπο λίγη ατόφια συγκίνηση. Να μπορούσες να τη στερεοποιήσεις, να την κάνεις πράγμα, με γωνίες μυρωδιά και βάρος. Να την κρατήσεις στα χέρια και να την παραδόσεις με κάθε έλλειψη επισημότητας σ’ ένα πρόσωπο.

Δεν ξέρω ακριβώς τι να σου πω, με ταράζεις που σε βλέπω δέκα άτομα μακριά, να, πάρε αυτό το πράγμα. Είναι το αίσθημά μου.

Δεν ξέρω ακριβώς τι να σου πω, διάβασα κάποτε εκείνη την κουβέντα, με τάραξες, να, πάρε αυτό το πράγμα. Είναι το αίσθημά μου.

Τους είδα. Ανάμεσα σε καμιά δεκαριά ανθρώπους. Χαμογελάνε, πάει ο ένας να ανοίξει το στόμα, δεν έχει λέξη. Μην ανησυχείτε, δεν έχετε να πείτε τίποτα, γιατί είναι τέτοια η περίπτωσή σας. Θα πρέπει να συνεννοηθείτε αλλιώς, χωρίς λόγια, με βλέμματα, μάτια, γέλια, τσουγκρίσματα, φιλιά. Ποιος ξέρει; Να βρείτε τρόπο.

φωτογραφία (17)

Εσύ θα το είχες γράψει καλύτερα.

Μια κάρτα είναι μωρέ πως κάνεις έτσι. Μια κάρτα είναι. Μα είναι δυνατόν να θες να βάλεις σε τρεις γραμμές όλη την αγάπη και  όλο το μίσος για τον κόσμο; Πώς να τακτοποιήσεις τη σκέψη σου έτσι;

Εντωμεταξύ έξω δεν έχει σταματήσει να βρέχει.

Στο είπα, εσύ θα το είχες γράψει καλύτερα. Εγώ πια ξέρω μόνο να λαϊκίζω και να μιλάω με συνθήματα. Έχω χάσει τις λέξεις μου και ο κόσμος μου ξινίζει.

Χρειάζεσαι μια νίκη.

Χρειάζομαι λίγο οξυγόνο, λίγη επιμονή, ένα μακρινό ταξίδι και δυο ανθρώπους που να πιστεύουν σε κάτι περισσότερο απ’ το εφικτό.

Δοκίμασε ρε παιδί μου, δοκίμασε σου λέω. Μια κάρτα είναι.

Γεια σας.

Ο Χ. έκανε ένα γιο, του έδωσε το όνομα του πατέρα του. Βάζουμε κονιάκ και γελάμε. Μας έστειλε βίντεο από την Ολλανδία, πως αλλάζει τον μικρό. Η δουλειά είναι καλή και οι γείτονες ωραίοι τύποι. Οι Σύριοι είναι ακόμη στην πλατεία. Απ’ ότι φαίνεται ετοιμάζονται να τους διώξουν, χαλάνε το γιορτινό κλίμα. Γενικά, δεν φαίνεται να μπορεί να βρεθεί λύση γι’ αυτούς. Είναι οριστικό.

Καλές γιορτές.

Σας στέλνουμε φιλιά.

Αγάπη σε σας και επίθεση στον κόσμο.

Λιγόστεψαν οι λέξεις.

images

Ημέρες του Δεκέμβρη κι η Δύση η χριστιανική, με αυταρέσκεια περίσσια, το δέντρο το παραδοσιακό στολίζει στις ολόφωτες πλατείες. Κι οι ηγέτες, διαγγέλματα συγκινητικά, ετοιμάζουν για να εκφωνήσουν για των ανθρώπων τα δικαιώματα, για δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα θα επιδεικνύουν τις προεξέχουσες γαστέρες. Τα πρόσωπά τους έντεχνα θα καλύπτονται πίσω από γραβάτες πλουμιστές κι απαστράπτοντα στολίδια. Τα κακοποιημένα επίθετα και πάλι θα επιστρατευθούν, το έργο το καταστροφικό των εκπροσώπων της νέας τάξης πραγμάτων, να ντύσουν με τους ψεύδους τη χλαμύδα. Λέξεις, δυστυχώς, δεν περισσεύουν για το νέο άνθρωπο που η ανάλγητη πολιτεία τον έσπρωξε στην απεργία πείνας, το μόνο όπλο που του απόμεινε, το δίκαιό του να διεκδικήσει. Ένας νέος άνθρωπος χάνει τη ζωή του κι ύπατοι ασυγκίνητοι, επικαλούνται νόμους και ευαγγέλια. Ένας νέος άνθρωπος οδηγείται στο θάνατο. Μια ζωή χάνεται. Κι οι εκλαμπρότατοι πραίτορες αφήνουν τα γεγονότα να κυλούν στο απευκταίο τέλος. Κι είναι απαθείς, αδιάφοροι, αδάκρυτοι.

Λιγόστεψαν οι λέξεις. Τίποτα δεν περισσεύει για της Συρίας τα παιδιά που πήραν μόνα τους το μαύρο μονοπάτι της προσφυγιάς, χωρίς προστάτες και ζεστή αγκαλιά, χωρίς ασφάλεια καμιά, με μόνο όπλο την ελπίδα πως υπάρχει ακόμη ανθρωπιά. Πόσο έξω έπεσαν. Ξέφυγαν απ’ του πολέμου την ακαταμάχητη μανία και βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πείνα, το κρύο, την αρρώστια, της ασφάλτου την παγωμένη ανάσα. Μα πάνω από όλα, εκείνο που δεν πολεμιέται είναι των κρατούντων η αναλγησία κι η ασυδοσία. Τώρα μάνες, παιδιά, άντρες, στέκονται όρθιοι, τυλιγμένοι με μουσαμάδες, πρόχειρες ασπίδες κατά του χιονόνερου το μαστίγωμα, και προτάσσουν την ύπαρξή τους, το μόνο πράγμα που ακόμα δεν τους έχουν αρπάξει. Απέναντι -τι ειρωνεία- η Μεγάλη Βρετανία αποπνέει χλιδή. Τα Χριστούγεννα έρχονται κι αυτοί εδώ οι ξυπόλητοι πληγώνουν της πλατείας την αισθητική.

Αλήθεια, αναρωτιέμαι, πώς μπορεί άνθρωπος φυσιολογικός, την πονεμένη φωνή κυνηγημένου πουλιού ν’ αφουγκραστεί και να μη σκιρτήσει, να μη νιώσει δάκρυα το πρόσωπό του ν’ αυλακώνουν; Πώς είναι δυνατόν όντα ανθρώπινα, παιδικά κεφαλάκια να πληγώνουν, φορώντας τους ακάνθινο στεφάνι; Αλήθεια, ενός παιδιού ο πόνος, η οδύνη, η θλίψη, δεν τους αγγίζει; Από τι υλικό είναι φτιαγμένοι; Αυτοί ποτέ τους δεν στάθηκαν ενεοί απέναντι στη θάλασσα, του δειλινού την ώρα, εκείνη τη στιγμή τη μοναδική, που ο ουρανός κόκκινες ανταύγειες γεμίζει κι ανεξήγητη χαρά το στήθος πλημμυρίζει;

Ανοησίες, θα μου πεις! Ποιητικοί μελοδραματισμοί! Η πραγματικότητα είναι σκληρή, αδυσώπητη. Τούτες τις κρίσιμες ώρες που ζούμε, προτεραιότητα έχουν άλλα πράγματα. Η διατήρηση της εξουσίας. Της Ρώμης οι απεσταλμένοι πρέπει ικανοποιημένοι, απόλυτα να μείνουν. Οι εντολές πρέπει στο ακέραιο να εκτελεστούν. Διαφορετικά, σκέψου, τι θα πουν οι οίκοι αξιολόγησης για τη δική μας οικονομία; Εάν δεν ισοπεδωθούν τα πάντα, οι καρέκλες των ταγών θα τρίζουν επικινδύνως. Καιρός οι ιθαγενείς να ξεχάσουν τις παλιές συνήθειες. Συντάξεις, Περίθαλψη, Παιδεία, μετακίνηση, όλες αυτές οι λέξεις πρέπει γρήγορα απ’ το λεξιλόγιο να σβηστούν. Το πρόσταγμα το γενικό θα το ’χουνε από εδώ και μπρος, οι εταιρίες οι ασφαλιστικές. Κάθε προσπάθεια αντίστασης στο έργο των πραιτόρων, πράξη είναι αντεθνική. Την σταθερότητα και την τάξη διασαλεύουν. Πού καιρός να μείνει για συναισθηματισμούς και δάκρυα συμπόνιας για τους δραπέτες του πολέμου ή για των έγκλειστων τα δικαιώματα. Αυτά ας τα αναλάβει η Αριστερά.

Ναι, φίλοι μου, έργο της Αριστεράς είναι αυτό: Η ανατροπή της νοσηρής αυτής ατμόσφαιρας. Η κατεδάφιση του φοβικού ατομισμού. Η απομάκρυνση από την ερεβώδη κι αντιφατική καθημερινότητα. Η διεκδίκηση της ποδοπατημένης αξιοπρέπειας. Η λέξη εργασία να ξαναβρεί τη χαμένη έννοια της. Ο εργασιακός χώρος να ξαναγίνει χώρος δημιουργίας, όχι καταναγκασμού. Την Ενωμένη Αριστερά η Ιστορία έχει επιφορτίσει να πραγματώσει την εαρινή νίκη του ονείρου πάνω στην πεζότητα, της ανάγκης πάνω στη συμπίεση, της απλότητας πάνω στην πολυπλοκότητα, της τρυφερότητας πάνω στη βιαιότητα, της δικαιοσύνης πάνω στην αυθαιρεσία. Καιρός πια δεν έμεινε για σκέψεις περιττές. Ας ενώσουμε το στεναγμό μας το βαρύ και το αύριο σίγουρα θα’ ναι ηλιόλουστο.