Daily Archives: Μαρτίου 28, 2015

πληγωμένη Μαργαρίτα ..

Aristotelis_Onasis

Είναι κάτι βραδιές που οι λέξεις βγαίνουν αβίαστα. Που θέλεις να τις ανασύρεις από μέσα σου γιατί σε πνίγουν. Ένα τέτοιο βράδυ είναι απόψε. Ένα βράδυ με έντονες λέξεις, με έντονες σκέψεις, με έντονα συναισθήματα, με έντονους φόβους, με έντονες στιγμές. Είναι στιγμές που η μοναξιά βαραίνει. Άλλες που απλά δεν με πειράζει. Μια συνήθεια είναι όλα. Έστω και κακή. Συνήθεια όμως. Είναι και η σκέψη ότι είσαι μόνος γενικά. Ότι δεν έχεις κανέναν. Ξέρεις ότι δεν ισχύει αλλά η σκέψη σε βασανίζει. Ότι για να μην σε θυμάται κανείς, σε έχουν κάνει προ πολλού πέρα. Για να μένει άδειο το σπίτι, για να μένει άδεια η καρδιά σου, για να μένει άδεια η σκέψη σου, για να πέφτουν άδεια τα χέρια χωρίς αγκαλιά…Κι ας προσφέρεις γωνιά, κι ας προσφέρεις χέρια ανοιχτά για αγκαλιά, κι ας προσφέρεις καρδιά ανοιγμένη διάπλατα, χωράφι να πατήσουν… Όλα άδεια. Όλα σου ρουφάνε ενέργεια χωρίς να σου δίνουν. Μια μελαγχολία σε πιάνει… Πως γίναμε έτσι; Αναρωτιέσαι. Πως έγιναν όλοι ξαφνικά τόσο αυτάρκεις; Δεν τους αφορά καμία ανθρώπινη σχέση. Σε ένα κυνήγι χρημάτων, σε μια αρένα, όλη μέρα. Εντάξει, δεν το παίζεις και πρότυπο. Αν όλοι σου έμοιαζαν, θα ξύνανε τον τοίχο να φάνε. Το ξέρεις. Αλλά πάλι… Κι αυτό ωραίο είναι; Η πλήρης εξαφάνιση με πρόσχημα τις δουλειές; Πρόσχημα και δικαιολογία. Φταίει που βλέπω καθαρά. Κάποιες φορές κακό είναι. Βλέπεις την καταστροφή και κάθεσαι εκεί. Για τη μια πιθανότητα λάθους. Γιατί θέλεις μέσα σου να κάνεις λάθος. Το θέλεις πολύ. Αλλά η ζωή σε επιβεβαιώνει. Κάπου νομίζεις ότι έχεις ικανότητες μέντιουμ. Σαν να βλέπεις σκηνές τη ζωή να περνάει. Σαν να βλέπεις πράγματα που θα συμβούν και όταν συμβαίνουν να λες ότι κάπου τα ξέρεις. Προβλέψιμη τελικά η ζωή ή προβλέψιμη η στάση όλων; Τι από τα δύο; Μήπως επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη και πια τα γνωρίζεις; Κάπου έχεις χαθεί… Στην ίδια σου τη σκέψη. Το κουβάρι σου. Μελαγχολείς χωρίς να ξέρεις γιατί στην ουσία… Είναι που  δεν ξέρεις… Είναι που κι εκείνος δεν ξέρει… Δεν ξέρεις τι θέλει… Ξέρεις πολύ καλά τι θέλεις εσύ… Αλλά ξέρεις επίσης ότι δεν θα σου κάνει γνωστό τι θέλει. Ποτέ δεν θα μιλήσει. Να πως αποκτάς μαντικές ικανότητες. Όταν είσαι ο μόνος που μιλάς σε έναν κόσμο σιωπής. Όταν εκφράζεις τι νιώθεις σε έναν κόσμο που ούτε νιώθει ούτε εκφράζει. Ούτε συναισθήματα εκφράζει ούτε καν κενό δεν εκφράζει. Πάλι γυρίζεις. Χωρίς να ξέρεις που γυρίζεις. Αν θα βρεις κάτι. Αν έχει μείνει κάτι να βρεις. Αν νιώθει κάτι. Αν θα βγει κάτι.Θα γυρίσεις. Αν και εκείνος το θέλει.Θα είσαι εκεί. Θα χτυπήσεις κι ίσως ανοίξει την καρδιά του και σε βάλει. Ίσως τώρα τα λάθη να μην είναι τόσα, να μην είναι αργά. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα…Τόσο απελπιστικά γρήγορα…Λάθος έχεις κάνει και το ξέρεις. Αλλά τα λάθη μάς μας ορίζουν τελικά. Όταν τα παραδεχόμαστε. Πάντα τα παραδέχομαι. Παίρνω την ευθύνη πάνω μου. Πολλές φορές και την ευθύνη των άλλων.Όταν δεν την αναλαμβάνουν. Ώρες ώρες όμως είναι δύσκολο να είσαι πάντα η δυνατή. Θέλεις να ξεφορτώσεις. Αλλά που να ξεφορτώσεις; Σε κάποιον πιο αδύναμο από σένα; Πώς να σηκώσει το φόρτωμα σου; Την ψυχή σου; Όταν έχει τη δική του τρικυμία; Δεν ζητάς πολλά. Δυο μάτια να βυθιστείς. Ένα χέρι να κρατάς. Έναν ώμο να γέρνεις. Απλά πράγματα.Λίγη κατανόηση. Γιατί έχεις όλα τα άλλα εκτός από αυτά; Τα τόσο απλά; Δεν θα το καταλάβεις ποτέ. Λάθος έχει καταλάβει. Λάθος νομίζει. Λάθος πιστεύει. Άλλα,πιο απλά,θέλεις και εκείνος σου προσφέρει σύνθετα. Νομίζοντας ότι σε συγκινούν παλάτια ξεχνάει ότι σε συγκινεί ένα πράσινο φυλλαράκι να σου κόψει και να στο δώσει να το βάλεις στα μαλλιά. Όλη τη ζωή σου ένα πράσινο φυλλαράκι θέλεις.Είναι ικανό να σε συγκινήσει. Λίγα ζητάς αλλά δεν υπάρχει κανείς πρόθυμος να καταλάβει.Για να στα δώσει,ούτε λόγος. Ας είχε καταλάβει πρώτα και όλα θα ήταν εδώ,δεν θα είχαν διαλυθεί. Αυτό θέλω. Να καταλαβαίνουν. Να με καταλαβαίνουν. Άλλα αντ’ άλλων ,έχουν καταλάβει όλοι. Αυτό βλέπω. Αυτό νιώθω. Κρίνουν χωρίς να ξέρουν. Κατακρίνουν χωρίς να καταλαβαίνουν. Την ανάγκη να έχεις ανθρωπους δίπλα σου να σε καταλάβουν την εκλαμβάνουν σαν γκρίνια. Αλλά από ένα σημείο και μετά έχεις πάψει να απολογείσαι. Είσαι ο εαυτός σου και τα λες όλα όπως τα νιώθεις. Καμία ωραιοποίηση. Όποιος δεν θέλει αλήθειες , εδώ μόνο αλήθειες υπάρχουν…Έχει χτυπήσει λάθος πόρτα όποιος θέλει χάδι στα αυτιά…

εγραψε το πιτσιρικι

Είναι Στιγμές

"I Autokratoria", Regie: Michail Marmarinos

Πρέπει ο άνεμος να ‘σαι, μέσα σε τοσοδούλα δαχτυλήθρα χώρεσες το δάχτυλο και κέντησες χρυσές κλωστές σε πανί λευκό. Κοιμούμαι ως αργά τα πρωινά. Στο κομοδίνο πλάι μου έχω μια μικρή σου φωτογραφία, μια καρδιά, αρκουδάκι ξαπλωμένο και κλειδιά ενός σπιτιού που με περιμένει. Απόγευμα επιστρέφεις, η δουλειά δύσκολη, το ταξίδι μεγάλο. Στέκουμαι στην είσοδο του σταθμού και σε περιμένω. Δε θέλω μόνη σου να επιστρέφεις. Κάποτε όμως δεν το μπορώ, λείπω στη δουλειά. Η σκέψη μου πάντα εκεί. Στέκεσαι πλάι στον παππούλη με τα λαχεία. Το φόρεμα σου εφηβικό, έτσι και η ψυχή σου. Περιμένεις το λεωφορείο. Τέσσερεις στάσεις και θα κατέβεις. Δεν ακούς τις συζητήσεις τριγύρω, από τ’ ακουστικά σου βγαίνει μι’ απαλή μελωδία, σ’ αγκαλιάζει. Χαμογελάς, σιγοντάρεις τον καλλιτέχνη, κάποτε μελαγχολείς. Προχωράς χορευτά, μοιάζεις με νεράιδα που γλιστρά στα νερά λίμνης που βούτηξε μέσα της ο απογευματινός ήλιος. Δε σου το πα ποτέ. Είχες προπορευθεί κάποια στιγμή που κατεβήκαμε στο σταθμό. Κατάλαβες πως έμεινα πίσω. Έστρεψες το κεφάλι. Χαμογέλασες. Μου ταίριαξες τότε τη μορφή σου μ’ εκείνες των νεραϊδών, και δεν ήταν γι’ αυτό, μα από τότε κάθε που σε κοιτάζω μου μοιάζεις νεράιδα. Έχεις την τσάντα περασμένη στον ώμο. Κοντοστέκεσαι, για λίγο ψάχνεις τα κλειδιά. Τα βρίσκεις.  Ξεκλειδώνεις την είσοδο, κλειδώνεις εκ νέου, έπειτα το ίδιο στη φωλιά σου. Στη φωλιά μας. Κάτι άνετο φοράς, κάτι απλό και κάθεσαι στο κρεβάτι. Με παίρνεις στο τηλέφωνο, μα εγώ, έχω όλη τούτη τη σκηνή δει κι ας μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Μιλούμε. Λίγο ή πολύ δεν ξέρω να πω, νιώθω πάντοτε πως είναι λίγο, πολύ λίγο. Ξαπλώνω και σου γράφω. Μοιάζουν να μην έχουν τέλος οι λέξεις κι απόψε. Θα κοιμηθώ και θα χω τυλιγμένο το μαξιλάρι στην αγκαλιά μου. Έχει το άγγιγμα σου. Την ανάσα. Το άρωμα…

εγραψε το πιτσιρικι

ντιν ντιν ντιν…

Aristotelis_Onasis

Όπως ψάχνεις στο mp3 player το τραγούδι που θα ακούσεις. Ακούς μόνο τον ήχο που κάνει το κουμπί που σημαίνει «επόμενο». Ντιν ντιν ντιν. Ή κάπως έτσι. Ανάμεσα στα δύο ντιν, συμβαίνει όλος ό κόσμος.

Κοιτάζω μπροστά μου το ATM, πλησιάζω, έχω πληρωθεί – λέμε τώρα – , ακριβώς από κάτω κάθεται μια γυναίκα, φαίνεται σε κακή κατάσταση, απελπισμένη, σηκώνω το βλέμμα, σκέφτομαι ότι η επόμενη τράπεζα είναι κοντά, να πάω σε άλλο ATM, να μην είναι άνθρωπος από κάτω καθισμένος, να μην είναι άνθρωπος απεγνωσμένος, ξανακοιτάζω το ATM, λέω θα πάω, σιγά, θα αποφύγω τη γυναίκα επειδή είναι άστεγη, ζητιάνα, ποιος ξέρει; Ξανακοιτάζω το ATM, ίδια εικόνα, ίδιο το ATM, η γυναίκα εκεί, μόνο που τώρα έχει βάλει το πρόσωπό της μέσα στις χούφτες της. Κλαίει, απελπίζεται, σκέφτεται. Κάνω στροφή 180 μοιρών, εδώ το πράγμα παραπήγε.

Το σημείο πλέον είναι μη προσπελάσιμο. Σκέφτομαι τα δύο παρόμοια αλλά κάπως διαφορετικά καρέ και στ’ αυτιά μου ακούγεται το ντιν ντιν ντιν, το χέρι μου μέσα στην τσέπη του σακακιού, σπαστικά κι επαναλαμβανόμενα πατάει το κουμπί «επόμενο». Δεν μπορώ να βρω τραγούδι να ακούσω αυτή τη στιγμή. Ανάμεσα στο προηγούμενο και το επόμενο τραγούδι, που κανένα από τα δύο δεν θα ακούσω, το πρόσωπο κρύφτηκε, η γυναίκα έμεινε στο ίδιο σημείο, το ATM προσπεράστηκε. Μπορεί η κίνηση να μη σήμαινε τίποτα, μπορεί η κίνηση να ήταν κάτι που έχει επαναληφθεί πενήντα φορές εκείνο το πρωί, μπορεί να ήταν η στιγμή της οριστικής απόφασης της απόλυτης παραίτησης.

Ντιν ντιν ντιν.

Το ένα από τα γατάκια που μαζέψαμε ξαφνικά δεν είναι καλά. Μέσα σε μισή ώρα από κει που λύσσαγε, έτρωγε, κοιμόταν, τώρα σέρνεται. Δεν μπορεί να προχωρήσει, να σηκώσει πρώτα το ένα πόδι και μετά το άλλο. Σαν κάποιος να ξέχασε ξαφνικά τι συνιστά περπάτημα. Σα μια ασθένεια όχι τους σώματος, αλλά του μυαλού. Το παρατηρεί κανείς, δίχως να εισβάλλει το κύμα της αγάπης, δεν πρόλαβε, δύο μέρες είναι εδώ. Μια συμπάθεια, μια λύπη, μια απογοήτευση, αλλά όχι ακόμη αγάπη, όχι δέσιμο. Το χαϊδεύουμε, το κρατάμε ζεστό, όσο πιο ζεστό μπορούμε, το αφήνουμε να ηρεμήσει. Ένα πανέμορφο γατάκι μερικών ημερών. Πριν λίγες ώρες σκαρφάλωνε στη μπλούζα και κρεμόταν από τη φόρμα. Μέσα σε μισή ώρα υπάρχει μια πλήρης κατάπτωση. Μέσα σε μια ώρα έχει ήδη πεθάνει. Μέχρι να σκεφτούμε αν πρέπει να το χωρίσουμε από τα αδερφάκια του, να μην πεθάνει δίπλα τους – ποιος ξέρει αν αυτό είναι σωστό ή λάθος -, το γατάκι – με το πρόχειρο όνομα Μάξιμος ή Κική (ανάλογα τι θα αποδεικνυόταν) έχει πεθάνει. Ο χρόνος έτρεξε σαν παλαβός μέχρι να συναντήσει το θάνατο του Μάξιμου/της Κικής. Κι όμως τώρα ο χρόνος ξεκίνησε απότομα το αργό βάδισμα. Να το πάρουμε μέσα από την κούτα, να το μεταφέρουμε, να πάμε να το θάψουμε. Μα περίμενε. Εδώ υπάρχει ζήτημα. Πριν αλλάξει η ώρα, 8 το απόγευμα ήταν πριν, 8 και κάτι τώρα, οι συνθήκες έχουν αλλάξει ολοκληρωτικά. Από κει που το χάιδευες με όλη σου την ψυχή, που το πιανες, το άγγιζες, το τάιζες, ξαφνικά τίποτα. Το χέρι σου στέκεται ακίνητο πάνω από το γατί. Πώς πιάνεις τον πεθαμένο; Τι κι αν μέχρι τρία λεπτά πριν το χέρι σου οδηγούνταν στο χάδι με τη μεγαλύτερη ευκολία του κόσμου. Ξαφνικά το σώμα πεθαίνει, ο αέρας φεύγει, η ζωή αποχωρεί και το χέρι ζορίζεται να πλησιάσει. Το ίδιο σώμα που τρία λεπτά πριν προσκαλούσε χειρονομίες αγάπης, τώρα σε δυσκολεύει ακόμη και να το μεταφέρεις. Ας είμαι μεγαλόστομος: ο θάνατος είναι απόσταση. Όχι από άποψη μνήμης ή απώλειας. Από καθαρά πρακτική άποψη, από πραγματική άποψη. Το πλάσμα μπροστά μας, μόλις πεθάνει, είναι κάτι άλλο, κάτι που αποφεύγουμε, κάτι μακρινό, κάτι που μήπως να βάλουμε γάντια, να πάρουμε χαρτί για να το πιάσουμε. Όχι μόνο δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το θάνατο, να πενθήσουμε, να αποχωριστούμε, αλλά σε ένα τελείως μικρό, ασήμαντο, αστείο πλαίσιο, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον τοίχο που στήνει η στιγμή του τέλους. Τι κι αν το πλάσμα έπινε γάλα στην αγκαλιά μας; Τώρα, που πέθανε, είναι ένα κάτι, κάτι που δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι. Ίσως μια αλλοίωση του χρόνου και των αισθήσεων. Μια πινακίδα που λέει: Μην αγγίζετε. Μείνε μακριά.

Βέβαια, υπάρχει ακόμη στη μνήμη η σκηνή σ’ ένα σπίτι στο χωριό. Ο πεθαμένος ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι για ένα ολόκληρο βράδυ και γύρω γύρω κόσμος, ομιλίες, πιοτί, φαΐ. Πιτσιρίκια μπαινοβγαίναμε στο σπίτι γεμάτοι περιέργεια και μια αίσθηση σκανδαλιάς. Ο παππούς της τάδε έχει πεθάνει, αλλά είναι ακόμη εκεί, στο κρεβάτι. Η πινακίδα εδώ έλεγε: Άγγιξε. Μείνε κοντά. Και βέβαια σ’ αυτή την περίπτωση η πινακίδα απευθυνόταν εξίσου σε ζωντανούς και νεκρούς. Όχι όπως προηγουμένως, που φωνή είχε μόνο η απόσταση του ζωντανού ανθρώπου του 2015, που και σ’ αυτή την περίπτωση όπως σε τόσες άλλες, ακούει τον ίδιο λόγο στ’ αόρατα ακουστικά της συνείδησής του. Μείνε μακριά κι αν θες να αγγίξεις, βάλε γάντια, βάλε άλλον, βάλε ένα αλλοδαπό ή έστω μια ΜΚΟ. Τα χέρια σου όμως κράτα τα καθαρά ή μάλλον όλες τις ώρες σαπουνισμένα.

IMG_1807

Ντιν ντιν ντιν

Όταν πρωτοανακάλυψα (κι έμεινα εκεί – α τι ωραία γεύση αυτό το λαγκαβουλιν, σας ευχαριστούμε για την πρόταση, εμείς βέβαια θα συνεχίσουμε με τζέιμσον) κάπως τα ποιήματα και διάβαζα Σεφέρη, μου είχαν κάνει εντύπωση εκείνοι οι στίχοι

«Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια | πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν | καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες φωνές, | βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια».

Έτσι είναι βέβαια εκείνα τα χρόνια, εφηβεία και λίγο μετά. Αισθάνεσαι απέναντι σε όλον τον κόσμο, μάχεσαι μόνος σε μια μάχη που δεν μπορεί να εξηγηθεί ή να κατανοηθεί από κανέναν, κουβαλάς μια μελαγχολία αιώνων κι όλο νομίζεις πως μεγάλωσες, είδες, κατάλαβες. Όπως και να ’χει, μ’ άρεσε πολύ και ο στίχος και το ποίημα και τα σκεφτόμουν τις προάλλες, όταν το επόμενο ντιν με οδήγησε στα ασφαλή χέρια της Μοσχολιού κι αυτή απάντησε στον ποιητή, με μια απλή κουβέντα κι ένα τσικ ουίσκι στα χείλη: «όταν όλοι σε κρίνουν, σ’ αγαπάω».

Πόσο άδικος είμαι απέναντι στον κάτοχο του νόμπελ, όταν περπατάω στη Σταδίου, τραγουδάω και νιώθω σίγουρος ότι κανείς ποτέ δε θα το πει καλύτερα. «Όταν όλοι σε κρίνουν, σ’ αγαπάω». Ο στίχος πίνεται και μετά κουμπώνεις το σακάκι να ‘σαι ζεστός και περπατάς στη μισοάδεια Σταδίου. Υπάρχει ένας κόσμος όταν σταματάς να πατάς όλο επόμενο και επόμενο και ο ήχος αγκαλιάζει το σύμπαν εκείνου του λεπτού. Για εκεί όλο ψάχνουμε μια σίγουρη διαδρομή κι αυτή όλο μας διαφεύγει, καθώς διαρκώς σκεφτόμαστε, σχολιάζουμε, ξεχνάμε, χρωστάμε, συνηθίζουμε χανόμαστε και πεθαίνουμε.

https://tovytio.wordpress.com/