Τάγματα Ασφαλείας

SavedPicture-2015621125534.jpg

«Δεν το γράφομεν εκ λόγων κολακείας, αλλά διότι είναι γενική εντύπωσις: Οι Γερμανοί στρατιώται, όσοι εκυκλοφόρησαν κατά τας ημέρας αυτάς εις την πόλιν, υπήρξαν όλοι υποδείγματα ευπρέπειας και ευγενείας…»

«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 30 Απρίλη 1941.
____________________________

Για όσους νομίζουν, ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν το μοναδικό φαινόμενο ένοπλης συνεργασίας με τους κατακτητές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, υπήρξε κι ο περιβόητος Δημήτριος Νενέκος, τέως οπλαρχηγός στην περιοχή της Πάτρας κατά την Επανάσταση του 1821, καταγόμενος από το χωριό Ζούμπατα.
Όταν το 1825 η Επανάσταση αρχίζει να πνέει τα λοίσθια, κι ο Ιμπραήμ Πασάς εισβάλει στην Πελοπόννησο. Κάπου εκεί, ο Ιμπραήμ κι ο Δελή Αχμέτ Πασάς επιχειρούν να προσελκύσουν τους χωρικούς των Ζουμπατοχωρίων, οι οποίοι βρίσκονταν σε άθλια οικονομική κατάσταση, αφού το εμπόριο της περιοχής είχε «παγώσει», λόγω των ένοπλων συγκρούσεων εξ αιτίας της έντονης παρουσίας και μετακίνησης των Οθωμανών από και προς το φρούριο της Πάτρας.

Εκμεταλλευόμενος την εν λόγω οικονομική κατάσταση των συγχωριανών του Νενέκου, ο Ιμπραήμ τους υποσχέθηκε ελεύθερες εμπορικές και φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους της Πάτρας, άνευ καμίας ενόχλησης και με την εγγύηση των τοπικών Πασάδων, αλλά με ένα μόνο αντάλλαγμα: Το προσκύνημα.

Τη διεκπεραίωση αυτής της βρώμικης δουλειάς ανέλαβε ο Νενέκος, ο οποίος επηρέαζε σχεδόν άπαντες τους κατοίκους των Ζουμπατοχωρίων. Για το λόγο αυτό, ο Νενέκος οργάνωσε 2.000 ενόπλους, υπό τις διαταγές έτερων τουρκοπροσκυνημένων οπλαρχηγών της περιοχής (Κοντογεωργακαίοι, Σταμάτης Μποτιώτης, Χαρμπίλας, Γκολφίνος Λουμπεστιάνος, Τσετσεβίτες, Κώστας Γκερμπεσιώτης, αδελφοί Οικονομόπουλοι κλπ), οι οποίοι κατόπιν την κοπάνησαν από τις τάξεις των ένοπλων προδοτών, όταν αντελήφθησαν πως η Επανάσταση δεν θα ηττηθεί τελικά. Τα προδοτικά ένοπλα τμήματα του Νενέκου ακολουθούσαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ σαν οπισθοφυλακή, με αρκετές συμμετοχές σε συγκρούσεις με τους επαναστάτες.

Τους τουρκοπροσκυνημένους κατοίκους των Ζουμπατοχωρίων περιγράφει γλαφυρότατα ο Φωτάκος στα «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» (τ.Α’, σελ.395): «Οἱ δὲ ἄνθρωποι αὐτοὶ εὔκολα παραδίδονται εἰς τὴν ὕλην, καὶ διὰ νὰ αἰσχροκερδήσουν, προδίδουν τὰ πάντα.Τοιοῦτοι ἦσαν οἱ Ἕλληνες, οἵτινες παρεκινήθησαν ἀπὸ τὸν Δελῆ Ἀχμὲτ πασᾶν εἰς τὸ προσκύνημα. Τὸν Τοῦρκον τοῦτον, τοῦ ὁποῖου ἡ πονηρία, καὶ ἡ μεγάλη του κολακεία ἑνώθησαν μὲ την πλεονεξίαν τοῦ Νενέκου καὶ ἐτεχνάσθησαν μυρίους τρόπους καὶ μέσα, ὅπως διαδώσουν τὸ προσκύνημα». Σημειωτέον, ότι η προδοτική στάση του Νενέκου και των κατοίκων των Ζουμπατοχωρίων ώθησε το Γέρο του Μοριά, αφενός να διατάξει την εκτέλεση του Νενέκου κι αφετέρου να αναφωνήσει το γνωστό «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».

Μετά την πάροδο 120 ετών, το 1945, η Ελλάδα γίνεται η μόνη ευρωπαϊκή χώρα, η οποία, όχι μόνο δεν τιμώρησε τους συνεργάτες των Ναζί, αλλά τους τοποθέτησε στον κρατικό μηχανισμό, στο στρατό και στα σώματα ασφαλείας. Ορισμένοι, δε, εκ των επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας (Γερακίνης, Κουρκουλάκος) διορίζονται διοικητές τραπεζών και δημοσίων οργανισμών. Οι τύποι αυτοί, καθιέρωσαν την κουλτούρα τους στο σκληρό πυρήνα του κράτους και σε τμήματα της κοινωνίας, τα οποία είτε ήταν εντελώς καθυστερημένα (κοινωνικά, οικονομικά, μορφωτικά κλπ), είτε τελούσαν σε άμεση (οικονομική- επαγγελματική) εξάρτηση με το μετεμφυλιακό καθεστώς, με αποτέλεσμα η εξάρτηση αυτή να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, έως και σήμερα (παρακράτος, Χ.Α. Τζήμεροι, Μπάμπηδες κλπ).

Το άγριο κυνηγητό των οπλαρχηγών της Επανάστασης στη μετεπαναστατική Ελλάδα και των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης μετά την αποχώρηση των Ναζί, καθώς και το διαχρονικό καθεστώς εξάρτησης της χώρας, καθόρισαν και το ιδεολογικό στίγμα της (ούτως, ή άλλως εξαρτημένης κι ετερόφωτης) ελληνικής άρχουσας τάξης, το οποίο διαπέρασε διαχρονικά κι ορισμένα τμήματα της κοινωνίας: Ο ραγιαδισμός κι ο δοσιλογισμός, ως εθνική κι ατομική αρετή! Με απλά λόγια, «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος μας». Όπως εύστοχα είχε επισημάνει κι ο Κ. Μαρξ, κυρίαρχη ιδεολογία της κοινωνίας, είναι η ιδεολογία της άρχουσας τάξης της.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο… «Μένουμε Ευρώπη». Ο (ένοπλος, ή μη) ραγιαδισμός και δοσιλογισμός είναι η ιστορική βάση του προχτεσινού αηδιαστικού φαινομένου στο Σύνταγμα. Όσοι –πριν την κρίση- μιλούσαν μόνο για αμάξια, γκόμενες, λεφτά και διασκέδαση και τώρα θεωρούν ένοχο το συνταξιούχο, το δημόσιο υπάλληλο, τον υποστηρικτή της Εθνικής Ανεξαρτησίας και του εθνικού νομίσματος, είναι η κοινωνική του βάση. Η πλέμπα, που αποθεώνει υποκείμενα σαν το Μπουμπούκο και τον καθυστερημένο υιό του Μητσοτάκη.

Είναι χρυσαυγίτες με λιγότερα λιπαρά! Είναι αυτοί, που όπως έγραψε κι ο Φωτάκος, «εὔκολα παραδίδονται εἰς τὴν ὕλην καὶ διὰ νὰ αἰσχροκερδήσουν, προδίδουν τὰ πάντα!»

Και μην ξεχνάμε: Να κρατήσουμε ψηλά, το πνεύμα του μετώπου!

askordoulakos