Ενα «όχι» που δεν έφτασε ποτέ

wpid-wp-1437322226459.png

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρίτσαρντ Νίξον, φέρεται να απέστειλε την παραμονή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο επιστολή προς τον Τούρκο ομόλογό του, Μπουλέντ Ετζεβίτ, εκφράζοντας την ξεκάθαρη αντίθεσή του στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση. Η επιστολή, όμως, δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του παραλήπτη της και η Τουρκία, αφού εξασφάλισε την ανοχή του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, εισέβαλε ανεμπόδιστη στη Μεγαλόνησο την επόμενη μέρα.

Η συνταρακτική αυτή μαρτυρία του Αμερικανού διπλωμάτη Τζέιμς Σπέιν, η οποία έχει διαφύγει την προσοχή τόσο των Ελλήνων όσο και των ξένων αναλυτών, περιλαμβάνεται στα απομνημονεύματα αλλά και στην επίσημη κατάθεσή του στον Οργανισμό Διπλωματικών Σπουδών και Εκπαίδευσης. Ο Σπέιν κατείχε καίρια θέση την περίοδο εκείνη στην αμερικανική πρεσβεία στην Αγκυρα, όντας το δεξί χέρι του πρέσβη Γουίλιαμ Μακόμπερ.

Μερικά χρόνια αργότερα, διετέλεσε και ο ίδιος πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία. Η μαρτυρία του, επομένως, κρίνεται αξιόπιστη, παρόλο που δεν γίνεται να διασταυρωθεί, καθώς τα συγκεκριμένα αμερικανικά αρχεία δεν έχουν αποχαρακτηριστεί και το περιστατικό που διηγείται δεν αναφέρεται, περιέργως, από κανέναν άλλον από τους άμεσα εμπλεκόμενους.

Το ημερολόγιο γράφει Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974. Αργά τη νύχτα στην αμερικανική πρεσβεία επικρατεί αναβρασμός, καθώς οι Μακόμπερ και Σπέιν παρακολουθούν τις τελευταίες προσπάθειες του ειδικού απεσταλμένου Τζόζεφ Σίσκο να κερδίσει χρόνο για διαπραγματεύσεις. Λίγο πιο μακριά, πλήθος οργισμένων διαδηλωτών συγκεντρώνεται έξω από την τουρκική Βουλή, ζητώντας από την κυβέρνηση να δράσει με αποφασιστικότητα.

Την ίδια ώρα στην πρεσβεία καταφτάνει ένα «άκρως απόρρητο» τηλεγράφημα. Είναι μια επιστολή που φέρει την υπογραφή Νίξον και πρέπει να παραδοθεί αμέσως στον Τούρκο πρωθυπουργό. Χωρίς να θυμάται ακριβώς τα λόγια, ο Σπέιν ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενό της ήταν ιδιαίτερα αιχμηρό και ότι επί της ουσίας έλεγε στον Ετσεβίτ ότι η εισβολή δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί και πως σε αντίθετη περίπτωση η Τουρκία θα τιμωρηθεί.

Ο Σπέιν περιγράφει με χαρακτηριστική λεπτομέρεια τα όσα ακολούθησαν. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, οι δύο άνδρες φεύγουν από την πρεσβεία με την επιστολή φυλαγμένη στην τσέπη του Σπέιν. Εισέρχονται από την πίσω πόρτα, καθώς στην κεντρική είσοδο επικρατεί πανδαιμόνιο. Αφού ανεβαίνουν τις σκάλες, στέκονται στην πόρτα του πρωθυπουργικού γραφείου, καθώς βλέπουν τον Ετζεβίτ να μιλάει στο τηλέφωνο. Αυτός τους γνέφει να περάσουν και να καθίσουν. Σύντομα συνειδητοποιούν ότι στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται ο Χένρι Κίσινγκερ.

«Λοιπόν, χαίρομαι για την κατανόησή σου Χένρι», ήταν τα πρώτα λόγια του Ετζεβίτ. Εκπληκτοι οι Αμερικανοί διπλωμάτες άκουγαν τον Ετσεβίτ να διαβεβαιώνει τον Κίσινγκερ ότι σκοπός της Τουρκίας ήταν να καταλάβει ένα μικρό τμήμα ακτογραμμής, ώστε στη συνέχεια να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις από θέση ισχύος. Λίγο πριν κλείσει το τηλέφωνο, ο Ετζεβίτ είπε: «Φυσικά, γνωρίζω ότι πρέπει να μας πείτε να μην το κάνουμε, Χένρι, αλλά χαίρομαι που καταλαβαίνεις την κατάστασή μας».

Είναι πιθανό ο Κίσινγκερ να είχε καλέσει τον Ετζεβίτ -υποθέτοντας ότι είτε θα είχε ήδη λάβει είτε θα λάμβανε από στιγμή σε στιγμή την επιστολή Νίξον- προκειμένου να βολιδοσκοπήσει τις αντιδράσεις του, όπως επίσης και για να κάνει μια τελευταία απόπειρα να τον αποθαρρύνει από την ανάληψη στρατιωτικής δράσης. Εντούτοις, όπως γίνεται κατανοητό από την περιγραφή του κλίματος του τηλεφωνήματος, αυτή η τελευταία απόπειρα κάθε άλλο παρά θερμή ήταν. Πόσο μάλλον δε σε σχέση με το περιεχόμενο της αιχμηρής επιστολής που έμενε ακόμα στην τσέπη του εμβρόντητου Αμερικανού διπλωμάτη, ο οποίος άκουγε τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του να δίνει ουσιαστικά το πράσινο φως στην Τουρκία.

image

Ο αμερικανός διπλωμάτης Τζέιμς Σπέιν |
«Εδώ βρισκόμαστε, λοιπόν», συνεχίζει ο Σπέιν, «κρατώντας στα χέρια μας την επιστολή με την υπογραφή Νίξον, η οποία έλεγε πως, αν προχωρήσετε σε εισβολή, θα το πληρώσετε». Εκείνη τη στιγμή ο Αμερικανός πρέσβης πήρε, όπως λέει ο Σπέιν, μια γενναία απόφαση. Εκανε νόημα στον Σπέιν να κρατήσει την επιστολή στην τσέπη του. Ο Μακόμπερ, προφανώς, θεωρούσε ότι από τη σύνταξη και αποστολή του τηλεγραφήματος μέχρι την επίσκεψή τους στον Τούρκο πρωθυπουργό είχε γίνει ολοκληρωτική στροφή στον τρόπο που επιθυμούσε η αμερικανική κυβέρνηση να χειριστεί την κατάσταση.

Μόλις ο Ετζεβίτ έκλεισε το τηλέφωνο, στράφηκε στους δύο διπλωμάτες λέγοντας ότι ήταν πολύ ικανοποιημένος με την κατανόηση που επεδείκνυε ο Κίσινγκερ και τους ρώτησε για τον λόγο της επίσκεψής τους. Οι δύο διπλωμάτες απάντησαν ότι απλώς πέρασαν να δουν πώς πάνε τα πράγματα. Ο Ετζεβίτ τους ενημέρωσε για την επικείμενη έναρξη της εισβολής και τη συνεννόηση που είχε επιτύχει με τον Κίσινγκερ. Οι δύο διπλωμάτες επέστρεψαν άπραγοι στην πρεσβεία, από όπου θα ενημέρωναν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για όσα έγιναν. Η επιστολή Νίξον έμεινε βαθιά κρυμμένη στην τσέπη του Σπέιν.

Πολλά θα μπορούσε να υποθέσει κανείς για το πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα εάν η επιστολή είχε πάει στον παραλήπτη της. Πράγματι, το 1964, η επιστολή Τζόνσον στον Ινονού είχε αποτρέψει την τότε σχεδιαζόμενη εισβολή στην Κύπρο, πλήττοντας παράλληλα για καιρό τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Δέκα χρόνια αργότερα, η Τουρκία ίσως να μην υπέκυπτε στις αμερικανικές πιέσεις. Ως προς αυτό, ο Ετζεβίτ ήταν ξεκάθαρος στον Σίσκο:

«Μέχρι τώρα δοκιμάζαμε τον δικό σας τρόπο, τώρα θα δοκιμάσουμε τον δικό μας». Οπως άλλωστε σημειώνει και ο Σπέιν, η Τουρκία επιθυμούσε διακαώς να ασκήσει το δικαίωμα επέμβασης που της έδιναν οι Συνθήκες Λονδίνου/Ζυρίχης και το οποίο τους προσέφερε απλόχερα η απονενοημένη πραξικοπηματική ενέργεια της κυβέρνησης των συνταγματαρχών με την ανατροπή του Μακαρίου. Πέρα από τις όποιες υποθέσεις, η ουσία παραμένει ότι στις 20 Ιουλίου η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Η αξία της μαρτυρίας Σπέιν έγκειται στο ότι αποκαλύπτει μια εξόχως σημαντική πτυχή της ιστορίας, αναδεικνύοντας το διπλωματικό παρασκήνιο και, κυρίως, τις παλινδρομήσεις της αμερικανικής πολιτικής μέχρι και την παραμονή της εισβολής.

Συντάκτης:
Σπύρος Κατσούλας*

*Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου