Ο Ξαρχάκος παρών

wpid-wp-1437252364438.jpeg

Σε μια χώρα αναδιπλωμένη από αφόρητους πόνους τοκετού, που δεν ξέρουμε τι θα μας φέρουν, ο Ξαρχάκος δίνει το δικό του παρόν. Όπως το “έδωσε το εξήντα με την «Άπονη ζωή» και τη «Φτωχολογιά» του Λευτέρη. Όπως αργότερα, σε δύσκολες μέρες, με την «Καισαριανή», όπως στη δικτατορία, με κείνη τη δοξολογία για το λαό, στο «Μεγάλο μας Τσίρκο» και με ερμηνευτή τον Αρχάγγελο Ξυλούρη, με την αδούλωτη ανωγειανή χροιά και μια φωνή μπολιασμένη από Ελλάδα. Κι όπως, μεταγενέστερα, με το «Ρεμπέτικο» μια δοξαστική λειτουργία ενός λαού που επιμένει να τραγουδάει τις ήττες του. Γιατί, όπως έλεγε ο Καρούζος, «το ρεμπέτικο είναι το τραγούδι τής ήττας».

Σήμερα, ο Ξαρχάκος επιλέγει να επιστρέψει με τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου. Με τη συγκλονιστική ερμηνεία τής Μαρινέλλας, που σ΄ αυτή την ηλικία, της προχωρημένης ωριμότητας, έδωσε μαθήματα υποκριτικής και φωνητικής υπέρβασης, σεμνότητας και μεγαλείου.

Ο Ξαρχάκος δεν μιλάει πολύ, δεν μιλάει σχεδόν καθόλου. Σπάνιες έως και ανύπαρκτες οι συνεντεύξεις του. Μανιάτης. Θυμίζει Μανιάτες και Μανιάτισσες που μένουν χρόνια στη σιωπή, ταμένοι στο πένθος. Λιγοστοί και μετρημένοι οι φίλοι του. Περνάει ώρες κλεισμένος σ΄ εκείνο το υπέροχο νεοκλασικό, στα Εξάρχεια, και συναναστρέφεται ανθρώπους λαϊκούς, αν κι έχει το προνόμιο ταυτόχρονα να συνομιλεί με πρόσωπα που ανήκουν στον κύκλο των ισχυρών. Ο ίδιος όμως παραμένει βαθύτατα λαϊκός. Εκεί είναι οι ρίζες του κι από κει αντλεί πάντα την έμπνευσή του.

Ο Ξαρχάκος δε βγήκε ποτέ σε πορείες κι ούτε κράτησε σημαίες. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι υπηρέτησε τον μετριοπαθή συντηρητικό χώρο, ως βουλευτής και ευρωβουλευτής, δίχως φωνασκίες και βερμπαλισμούς. Διατηρούσε πάντα το δικαίωμα της παραίτησης και το ασκούσε. Δίχως φωνές και περιττές δηλώσεις, όποτε διαπίστωνε πως κάτι στραβό πάει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, μάζευε τα μπογαλάκια του κι επέστρεφε στο πιάνο του. Εκεί ήταν κι εκεί παραμένουν οι ρίζες του.

Και τώρα, ακούμπησε με τρόπο ευγενικό και τη δέουσα ευλάβεια το Γιάννη Ρίτσο. Σ΄ ένα έργο που δεν ξεπερνά τη μια ώρα, έδωσε πνοή σε διακόσιους είκοσι εφτά στίχους, χωρισμένους σε τέσσερις ενότητες. Και επέλεξε ως ερμηνεύτρια τη Μαρινέλλα, μια Κυρία του ελληνικού τραγουδιού, που πάντα μέσα της σιγόκαιγε το πάθος της θεατρίνας, που το υπηρέτησε στα πρώτα της βήματα, για να το ενταφιάσει χάρη στο τραγούδι.

Επέλεξε τη Μαρινέλλα, μια ιέρεια του λαϊκού τραγουδιού, μια ερμηνεύτρια που ξέρει να τιθασεύει τη φωνή και να φορτίζει, ή να αποφορτίζει το συναίσθημα, εκεί που πρέπει. Και είναι αξιοθαύμαστο, πως μια Κυρία, σ αυτή τη προχωρημένη ηλικία, αποστήθισε κι ερμήνευσε μ΄ αυτή την πληρότητα και εντέλεια τους διακόσιους είκοσι εφτά στίχους του έργου. Ενός έργου που χαρακτηρίζεται από έναν πλεονάζοντα λυρισμό, για να καταλήξει σ έναν δοξαστικό, για το λαό και την Πολιτεία παιάνα,τόσο σύγχρονο κι επίκαιρο:

…» όχι δεν θάρθω. Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους πρέπει να βγω απ΄ αυτό το τσακισμένο σπίτι. Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία- όχι,όχι το φεγγάρι- την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της, την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της, με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχθρες μας, με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γηρατειά μας. Ν΄ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας, να μην ακούω πια τα βήματα σου, μήτε τα βήματα του Θεού. Μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.»

Με τον άλλο μεγάλο Ελληνα, Γιάννη Κουνέλη, κάναμε την εκπομπή αφιέρωμα σ΄ αυτόν, στη Μάνη. Αυτόν τον τόπο επέλεξε για να περιγράψει τη δική του Οδύσσεια, αλλά και την Οδύσσεια της πατρίδας. Κάπου εκεί, στη Βάθεια, πατρίδα του Σταύρου, σταμάτησε ο Κουνέλης κι εκεί τούρθανε στο νου ο Όμηρος, ο Καβάφης κι ο Σεφέρης. Εκεί, σ αυτά τα κάστρα, πού συνομιλείς με την Ιστορία κι όπου φαντάζουν από το Ακροταίναρο φάροι μιας αέναης ελληνικότητας, γεννήθηκε, πριν από εφτά δεκαετίες και βάλε, ο Ξαρχάκος. Αυτή η ελληνικότητα είναι στο DNA του. Μια ελληνικότητα, που αντανακλά τον ήλιο μέσα από τη λευκότητα της πέτρας, που επιμένει στους αιώνες.

ΑΡΗΣ ΣΚΙΑΔΟΠΟΥΛΟΣ • 18 ΙΟΥΛΙΟΥ