Τώρα που μεγάλωσα….

wpid-wp-1437634146765.png

Όταν ήμουν μικρός άκουγα απ” τους μεγαλύτερους ιστορίες για παλιότερες εποχές που δεν είχα γεννηθεί. Αυτές οι ιστορίες κατά κανόνα έκρυβαν πολύ πόνο, αλλά ήταν η χρονική απόσταση τέτοια που τις έκανε να ακούγονται σαν παραμύθια. Ήταν ιστορίες που μιλούσαν για παιδιά που περπατούσαν χιλιόμετρα για να φτάσουν στο σχολείο και όταν έφταναν έκαναν μάθημα σε κρύες αίθουσες, ενώ τα βιβλία ήταν σπάνια. Για παιδιά που στο διάλειμμα δεν μπορούσαν να αγοράσουν ούτε ένα κουλούρι για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Ήταν ιστορίες που μιλούσαν για παιδιά που αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν το σχολείο για να βοηθήσουν την οικογένειά τους.

Άλλες πάλι ιστορίες ήταν για ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν λάμπες πετρελαίου και κεριά για να δουν τις νύχτες, γιατί το ρεύμα είτε ήταν πολύ ακριβό, είτε δεν είχε φτάσει ακόμα στην περιοχή που ζούσαν. Για ανθρώπους που πήγαιναν στο δάσος κι έκοβαν ξύλα για το τζάκι και την ξυλόσομπα, γιατί δεν είχαν άλλο τρόπο για να ζεσταθούν. Για ανθρώπους που μεταποιούσαν τα παλιά ρούχα γιατί δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν καινούργια. Για ανθρώπους που πεινούσαν, για ανθρώπους που έτρωγαν κάθε μέρα όσπρια, για ανθρώπους που έτρωγαν κρέας πολύ σπάνια, για ανθρώπους που τρέφονταν με σάπια λαχανικά που έβρισκαν πεταμένα στις λαϊκές αγορές. Για άρρωστους ανθρώπους που πέθαιναν αβοήθητοι γιατί δεν είχαν χρήματα για φάρμακα. Θυμάμαι και ιστορίες για ανθρώπους που αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν για να βρουν δουλειά. Για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, για τα χιλιόμετρα που περπατούσαν για να πάνε στη δουλειά για να γλιτώσουν τα χρήματα για τα ναύλα, για τα μικρά δωμάτια που στέγαζαν δέκα μετανάστες μαζί, για τις προκαταλήψεις που υπήρχαν εναντίον τους. Για τη συγκίνησή τους όταν ξαναέβλεπαν τον τόπο τους και τους δικούς τους μετά από πολλά χρόνια.

Ήταν και κάτι ιστορίες που μιλούσαν για το φόβο στη θέα του χωροφύλακα, για αγωνιστές που κάθε τους κίνηση ήταν υπό παρακολούθηση, για λογοκρισία, για εφόδους της αστυνομίας σε σπίτια, για αναίτιες συλλήψεις, για δολοφονικές επιθέσεις εναντίον συνδικαλιστών, για φυλακίσεις χωρίς στοιχεία, για ξυλοδαρμούς στις διαδηλώσεις, για βασανιστήρια, για ναζιστικά τάγματα εφόδου και νύχτες των μεγάλων μαχαιριών.

Όταν σαν παιδί άκουγα αυτές τις ιστορίες είχα την πεποίθηση ότι όσα αναφέρονταν σ” αυτές ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Ήξερα βέβαια ότι όλα αυτά συνέβαιναν ακόμα σε κάποιες μακρινές χώρες, αλλά πίστευα ότι η πείνα, η δυστυχία και η σκληρότητα κάποια μέρα θα εκλείψουν κι από κει νομοτελειακά. Απ” τη μία ήταν η αφέλεια της παιδικής ηλικίας, απ” την άλλη η πίστη στην ανθρώπινη πρόοδο, στην ιδέα δηλαδή ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες μπορούν να προχωρήσουν μόνο εμπρός και ποτέ προς τα πίσω.

Τώρα που μεγάλωσα οι ιστορίες που άκουγα σαν παραμύθια στην παιδική μου ηλικία ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μου. Όλες αυτές οι ιστορίες είναι ψηφίδες της σύγχρονης πραγματικότητας. Τους ήρωες αυτών των ιστοριών τους βλέπω γύρω μου. Γιατί τελικά τίποτα δεν αλλάζει από μόνο του αν δεν το αλλάξουμε εμείς. Αφού λοιπόν είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε αυτά που έζησαν οι παλιότεροι και νομίζαμε ότι ανήκουν οριστικά στο παρελθόν, ίσως πρέπει να διδαχτούμε απ” την αντίσταση που πρόβαλλαν εκείνοι τότε και την αλληλεγγύη που είχαν μεταξύ τους. Γιατί καμιά φορά για να πάμε μπροστά πρέπει να γυρίσουμε πίσω.

image