Υπόθεση Ασπίδα

wpid-wp-1437251645308.jpeg

Μέσα στη γενικευμένη αντίδραση που δημιούργησε στο έως τότε καθεστώς η άνοδος της Ενώσεως Κέντρου στην εξουσία τον Φεβρουάριο του 1964, ήταν αναπόφευκτη και η αντίδραση που συνδεόταν με τον πολιτικό έλεγχο του στρατού. Ο έλεγχος αυτός ήταν, ήδη από το τέλος του εμφύλιου πολέμου, δεδομένο ότι ασκούνταν από τον θρόνο μέσω ενός στεγανού μηχανισμού στον οποίο συμμετείχαν ανώτατοι αξιωματικοί και επιλεγμένα πολιτικά πρόσωπα.

Ηταν δηλαδή ο στρατός ένας εκ των βασικών πυλώνων, αν όχι ο κυριότερος, του ελληνικού βαθέος κράτους, το οποίο έως το 1967 ελεγχόταν από το παλάτι και από την πλέον ακραία και αντιδημοκρατική πλευρά του αντικομμουνιστικού μετώπου που κυριάρχησε μετά το 1949.

Σε μια κινδυνολογική και τελικά ιδιοτελή πολιτικά λογική σε όφελος της Δεξιάς, το Κέντρο, ως μη επαρκώς εθνικόφρον, κρατήθηκε μακριά από τα ανώτατα κλιμάκια του στρατού, του οποίου τον έλεγχο είχε -ή νόμιζε τελικά πως είχε- η μοναρχική Δεξιά.

Οι αξιωματικοί, πέραν των ηγετικών κλιμακίων και όσων είχαν στενή και ηθική σχέση με τον θρόνο, θα μπορούσαν να χωριστούν σε δύο ακόμη γενικές κατηγορίες: η μικρότερη κατηγορία ήταν οι νομιμόφρονες και επαγγελματίες και η πολύ μεγαλύτερη οι αδιάφοροι επαγγελματικά, οι οποίοι, στερούμενοι βαθμολογικής εξέλιξης, διατελούσαν σε οικονομική δυσπραγία και βίωναν μια κοινωνική ακύρωση όσο εξασθενούσε το κύρος του νικητή στρατού εναντίον των κομμουνιστών.

Με αυτήν την αριθμητικά πολλή μεγαλύτερη συνδέθηκε ο συνωμοτικός μηχανισμός που στηρίχτηκε στον παλαιό ΙΔΕΑ και που από τη δεκαετία του 1950 κρατούσε ένα ισχυρό δίκτυο σε λειτουργία, αποτελούμενο από ανώτερους κυρίως αξιωματικούς που, ευρισκόμενοι σε θέσεις-κλειδιά, όριζαν τις τύχες και την καριέρα όσων αξιωματικών ανήκαν στη δεύτερη κατηγορία και τους ήταν πιστοί.

Σταδιακά, ο συνωμοτικός μηχανισμός αυτός, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ισχυροποιήθηκε και κατέστη απαραίτητος στην εκάστοτε ηγεσία του στρατεύματος και στον θρόνο, αφού τους εξασφάλιζε την ετοιμότητα του στρατεύματος εναντίον του εσωτερικού εχθρού, ο οποίος είχε σαφώς το πρόσωπο της κοινοβουλευτικής ΕΔΑ, αλλά και της ανερχόμενης και απολύτως αστικής Ενώσεως Κέντρου. Επίσης, ο μηχανισμός κατέστη απαραίτητος στον θρόνο και στην κρατούσα κατάσταση, ελέγχοντας τη λειτουργία του σώματος των αξιωματικών μέσα από τη νομιμοποίηση, λόγω των εξυπηρετήσεων που προσέφερε σε αξιωματικούς, και των απειλών που διέσπειρε.

Ολη αυτή η συνωμοτική και σκοτεινή λειτουργία ενδύθηκε όχι μόνο τον αντικομμουνισμό αλλά και την επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου και της απειλής μιας επικείμενης κομμουνιστικής επίθεσης. Η κορυφαία συμβολή του μηχανισμού στη διατήρηση των συνθηκών που εξυπηρετούσαν τη μοναρχική Δεξιά ήταν η εφαρμογή του Σχεδίου Περικλής κατά τη διενέργεια των εκλογών του 1961, όπου η κάθε είδους κινητοποίηση του στρατού σε όφελος της ΕΡΕ συνέβαλε ουσιαστικά στο να ονομαστούν οι εκλογές αυτές «εκλογές βίας και νοθείας».

Στο πολιτικό αυτό τοπίο, και παρά τη λυσσώδη αντίδραση του στρατιωτικού συνωμοτικού μηχανισμού, εξελέγη τελικά η Ενωση Κέντρου τον Φεβρουάριο του 1964. Οι προσπάθειες τής καθ” όλα αστικής και συμβατικής κυβέρνησης να αποκτήσει και η δική της παράταξη πολιτική οντότητα στο εσωτερικό του στρατού κρίθηκαν εξ αρχής ως απειλή για τα στεγανά εκείνα που διασφάλιζαν το δεξιό πολιτικό πρόσημο του στρατού.

Ωστόσο, όσο το παραδοσιακό και το ανατρεπτικό Κέντρο παρέμεναν μαζί και η Ενωση Κέντρου ομονοούσε, η απειλή αυτή δεν προκαλούσε κινητοποιήσεις. Οταν όμως η οντότητα του Ανδρέα Παπανδρέου απέκτησε ανατρεπτική ταυτότητα και ακούστηκαν οι πρώτοι ανταγωνιστικοί τριγμοί στην ηγετική ομάδα του κόμματος, τότε εκδηλώθηκε η αποκάλυψη της κεντρώας συνωμοσίας στον στρατό και η ύπαρξη της μυστικής οργάνωσης ΑΣΠΙΔΑ.

Οι δημοκρατικοί αξιωματικοί

Αυτή καθεαυτή η οργάνωση ήταν μια συνωμοσία μικρής έκτασης και απήχησης, παρά τον μεγαλόπνοο τίτλο της: Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα Ιδανικά Δημοκρατία Αξιοκρατία. Πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της κατώτεροι αξιωματικοί έως τον βαθμό του λοχαγού και η αφελέστατη πρόθεσή τους ήταν η δημιουργία ενός αντιδικτύου για τον περιορισμό της παντοδυναμίας της συνωμοσίας που διατηρούσε η εξέλιξη του ΙΔΕΑ. Παράλληλα, υπόσχονταν και αυτοί τη διευκόλυνση των μελών τους, κυρίως στα θέματα των μεταθέσεων.

Βασικό ατού της δύναμης που διέδιδε ότι είχε ο ΑΣΠΙΔΑ ήταν η ηθική υποστήριξη προς την κεντρώα κυβέρνηση, αλλά και οι στενές, κατά δήλωσή τους, σχέσεις των επικεφαλής με βασικά στελέχη του νεωτερικού κέντρου και ιδιαίτερα με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στην ομάδα των επαγγελματιών αξιωματικών οι οποίοι, όντας εκτός δεξιάς συνωμοσίας, εμποδίζονταν στις μετεκπαιδεύσεις που επιθυμούσαν να έχουν.

Τόπος της κύριας συγκρότησης υπήρξε -καθόλου τυχαία- το τελευταίο έρεισμα του ελληνικού αλυτρωτισμού, η Κύπρος και οι ελλαδικές μονάδες εκεί, οι οποίες το 1964-1965 ήταν δύο ειδών: Το ένα είδος ήταν η νομίμως εγκαταστημένες, μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μονάδες στο πλαίσιο της Συνθήκης της Ζυρίχης του 1959, ως μονάδες της εγγυήτριας δύναμης Ελλάδας.

Το άλλο είδος ήταν οι μονάδες της «κρυφής» μεραρχίας που εστάλη με πρωτοβουλία της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου το 1964 για να εδραιώσουν τη δυνατότητα ελλαδικής ισχύος έναντι της Τουρκίας. Οι μονάδες και των δύο ειδών στελεχώθηκαν τελικά από δύο διαφορετικά και αλληλοεπιβλεπόμενα είδη αξιωματικών: αφενός από τους νεαρούς αξιωματικούς που εθελοντικά στελέχωσαν τις μονάδες πιστεύοντας στην Ενωση Κέντρου και στον νέο αλυτρωτισμό που ενέπνεε την εξωτερική πολιτική της και αφετέρου από συνωμότες δεξιούς αξιωματικούς, οι οποίοι βρέθηκαν στην Κύπρο εν είδει ποινής από τη νέα κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να εκκαθαρίσει έστω και λίγο τους μηχανισμούς του στρατού.

Ολα αυτά υπό την προεδρική σκέπη του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και υπό την αρχιστρατηγική σκέπη του στρατηγού Γρίβα, που διοικούσε ο ίδιος και τις νόμιμες αλλά τις παράνομες μονάδες, και βεβαίως, με τις νόμιμες τουρκικές και βρετανικές δυνάμεις παρούσες στο νησί.

Σε αυτό το συνολικά εκρηκτικό αλλά και θολό μείγμα, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου διέταξε τον Φεβρουάριο του 1965 τον υπουργό Αμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά να προβεί στη διενέργεια έρευνας σχετικά με τον φάκελο του Σχεδίου Περικλής που βρέθηκε στο υπουργείο, πλήρης λεπτομερειών που όριζαν τις παρεμβάσεις του στρατού για την αποφυγή εκλογικών αποτελεσμάτων αντίθετων με την τότε κυβέρνηση.

Ο υπουργός φάνηκε απολύτως συνεπής στις εντολές του προέδρου του και το αποτέλεσμα της έρευνας αφενός έθεσε άμεσα την ΕΡΕ στον ρόλο του απολογούμενου και αφετέρου αποκάλυπτε, έστω και έμμεσα, την ανοχή του θρόνου σε τέτοιες μεθοδεύσεις. Η απάντηση της Δεξιάς ωστόσο ήταν άμεση και καλύτερα εδραιωμένη στην αντικομμουνιστική λογική, αφού η αποκάλυψη μιας κεντρώας συνωμοσίας στα θεμέλια του βασιλικού στρατού, του θεματοφύλακα του καθεστώτος, ήταν απολύτως επικίνδυνη για μια συντηρητική κοινωνία.

Στις 18 Μαΐου 1965 στην προσκείμενη στην ΕΡΕ εφημερίδα της Λάρισας «Ημερήσιος Κήρυξ» δημοσιεύτηκε αποκαλυπτικό άρθρο με τίτλο «Αριστερή και Κεντρώα οργάνωσις υπήρχεν εις τον στρατόν». Η αντίδραση του Τύπου της Δεξιάς ήταν άμεση και στην οργάνωση αποδόθηκε η πρόθεση της πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας. Αυτομάτως, ένα από τα κύρια όπλα του Κέντρου και της Αριστεράς των προηγούμενων δεκαετιών, που αφορούσε την καταγγελία για διαρκή μοναρχική και δεξιά συνωμοσία στον στρατό, έγινε τώρα ισχυρό εργαλείο εναντίον της νέας κυβέρνησης. Η ΕΡΕ και ο φιλικά προσκείμενος σε αυτήν Τύπος συνέδεσαν άμεσα την κεντρώα συνωμοτική οργάνωση με τα πρόσωπα που κατ’ εντολήν της νέας κυβέρνησης προσπαθούσαν να φέρουν σε όφελος της δημοκρατίας μια ισορροπία στα ανώτατα κλιμάκια του στρατού.

Ο Γ. Παπανδρέου διέταξε άμεση έρευνα σε αντιστράτηγο της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και μετά από εξέταση μαρτύρων σε Ελλάδα και Κύπρο, το πόρισμα υποστήριξε ότι όντως η οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ υπήρξε και ότι επρόκειτο για ομάδα μωροφιλόδοξων αξιωματικών με ιδιοτελείς σκοπούς και ατομικά συμφέροντα. Μόνο δύο εκ των μαρτύρων δήλωσαν με θάρρος ότι ο θόρυβος για ένα ήσσονος σημασίας γεγονός είναι σκόπιμος προκειμένου να καλυφθεί η δράση του «νέου» ΙΔΕΑ, του οποίου η κυριαρχία απειλούνταν μετά την άνοδο της Ενώσεως Κέντρου στην εξουσία.

Στόχος ο Ανδρέας

Στη συνέχεια η υπόθεση κινήθηκε δυναμικά μέσα στην πίστα συγκρούσεων μεταξύ της Δεξιάς και του Κέντρου, αλλά και στη νέα πίστα σύγκρουσης που αφορούσε τη νεότευκτη έριδα για την κυριαρχία εντός του κυβερνώντος κόμματος. Ετσι, η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Ελευθερία» κυκλοφόρησε στις 28 Ιουνίου 1965 με πρωτοσέλιδο τίτλο

«Ο Ανδρέας είναι ο οργανωτής του ΑΣΠΙΔΑ». Η καταγγελία ήταν απότοκο των πολιτικών σχέσεων του γιου του πρωθυπουργού με νεαρούς αξιωματικούς και της γοητείας που ασκούσε στην προοδευτική και διεκδικητική μερίδα των οπαδών του Κέντρου. Εμπνευστής του άρθρου θεωρήθηκε ο υπουργός Οικονομικών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του Γεωργίου Παπανδρέου έως την εμφάνιση του Ανδρέα Παπανδρέου στην πολιτική σκηνή. Στη συνέχεια, οι ενεχόμενοι αξιωματικοί συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν και κάποιοι από αυτούς δήλωσαν κατά πληροφορίες ότι όντως είχαν σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Επίσης, σταδιακά δημοσιοποιήθηκαν πληροφορίες ότι την ενορχήστρωση των καταγγελιών κατά του ΑΣΠΙΔΑ είχε αναλάβει η ΚΥΠ. Η συνέχεια έως την πτώση της κυβέρνησης είναι γνωστή. Ο βασιλιάς αρνήθηκε στον πρωθυπουργό να αναλάβει το υπουργείο Αμυνας λόγω της εμπλοκής του γιου του σε μια υπόθεση που χειριζόταν το εν λόγω υπουργείο και ενώ ο πρωθυπουργός απειλούσε με παραίτηση, ο άναξ έσπευσε και έκανε την παραίτηση δεκτή.

Ηταν φυσικό και εν μέρει αναμενόμενο η συμμαχία μεταξύ Δεξιάς και Κέντρου, που συγκροτήθηκε μεσούντος του εμφύλιου πολέμου με αντικείμενο τον πόλεμο κατά της κομμουνιστικής Αριστεράς, να διαρραγεί μέσα από τον στρατό, όταν πλέον ακόμη και η σκέψη για κομμουνιστική απειλή είχε εκλείψει. Ηταν φυσιολογικό το μέτωπο του αντικομμουνισμού να χωρίσει όταν οι γενιές που γεννήθηκαν μέσα στον εμφύλιο πόλεμο είχαν πλέον ενηλικιωθεί και είχαν κατακλύσει τις σχολές και τα πανεπιστήμια της χώρας. Ηταν επίσης βέβαιο ότι ο βασιλιάς και ο πολιτικός μηχανισμός που έλεγχε τον στρατό θα αντιδρούσε στην όποια ενέργεια θα απειλούσε έστω και υποτυπωδώς την κυριαρχία του στον ένοπλο βραχίονα του αντικομμουνισμού.

Αυτό ωστόσο που δεν ήταν αναμενόμενο από κανέναν ήταν η αυτονόμηση αυτού του ένοπλου συνωμοτικού βραχίονα, που το Παλάτι και η Δεξιά εξέθρεψαν για δεκαετίες και που τελικά, η ενέργειά του τον Απρίλιο του 1967 ανάγκασε, με μεγάλο τίμημα, τον αστικό κόσμο να καταλάβει ότι ο στρατός χρειάζεται να λειτουργεί όπως και οι υπόλοιποι θεσμοί και δομές της χώρας.

*Ιστορικός, υπεύθυνος των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη