Οι άγνωστες πτυχές της δίκης Μπελογιάννη

wpid-wp-1447780647571.jpeg

Hταν 29 Ιουνίου του 1951 όταν ο αστυνόμος Α’, Ιωάννης Κροντήρης, παρέδιδε στις αρμόδιες αρχές την προανακριτική έκθεσή του με την οποία πρότεινε την παραπομπή του Νίκου Μπελογιάννη και ακόμα 92 κατηγορουμένων ενώπιον του Εκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών.

Εκλεινε με αυτόν τον τρόπο ένας κύκλος διάρκειας ενός έτους από τη στιγμή που το αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ μαζί με τον Νίκο Ακριτίδη έφταναν στην Αθήνα προκειμένου να ανασυγκροτήσουν τις παράνομες οργανώσεις του κόμματος.

image

Το βιβλίο «Υπόθεση Νίκου Μπελογιάννη – Η προανακριτική έκθεση της Ασφάλειας για την πρώτη δίκη», σε επιμέλεια του Γιώργου Πετρόπουλου και του Νίκου Χατζηδημητράκου (Εκδόσεις Καστανιώτη), εστιάζει ακριβώς σε αυτό το ντοκουμέντο της Ασφάλειας, το οποίο έρχεται στο φως για πρώτη φορά (διαφυλάχθηκε στο αρχείο του αρχιτέκτονα Γιώργου Καραγιάννη).

Για τους «μυημένους» στην ιστορία του λαϊκού και αριστερού κινήματος της αδυσώπητης μετεμφυλιακής εποχής, αυτό το ντοκουμέντο φωτίζει ιδιαίτερες πτυχές.

Αφενός αναδεικνύει το βάθος στο οποίο είχαν εισχωρήσει οι κρατικές υπηρεσίες κατά την παρακολούθηση της δράσης του ΚΚΕ.

Αφετέρου περιγράφεται με έμμεσο, αλλά γλαφυρό τρόπο, το πώς δρούσε και «σκεφτόταν» η Ασφάλεια εκείνη την εποχή.

Στους δε αναγνώστες που επιθυμούν να γνωρίσουν τώρα την περίφημη «Υπόθεση Μπελογιάννη», το παρόν βιβλίο δεν περιορίζεται σε μια «άνευρη» ιστοριογραφική έρευνα. Αντιθέτως, παρέχει εξαιρετικά χρήσιμα εργαλεία για την πλήρη κατανόηση των κοινωνικών συνθηκών της εποχής.

image

Από το εισαγωγικό σημείωμα των ερευνητών, στο οποίο παρατίθενται οι πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα μετά τη λήξη του Εμφυλίου, μέχρι τις εκφράσεις του αστυνόμου Κροντήρη σε ένα γενικά «στρυφνό» υπηρεσιακό σημείωμα, δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να σχηματίσει μια γενικότερη άποψη για τη δράση και τις στοχεύσεις του σκληρού μετεμφυλιακού κράτους ενάντια στους κομμουνιστές αγωνιστές.

Είναι, άλλωστε, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η «εξιστόρηση» γεγονότων και ανακρίσεων από την «αντίπαλη πλευρά». Το εν λόγω βιβλίο δεν έχει όμως μόνον αξία ιστορική, αλλά και πολιτική.

Την εποχή που ακολούθησε την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον Γράμμο και την «πολιτική προσφυγιά» των χιλιάδων μαχητών του, μέσα από την έκθεση γίνεται αντιληπτό ότι οι κρατικοί μηχανισμοί ασφαλείας επιθυμούσαν να χτυπήσουν και ακολούθως να επιτηρούν τη δράση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, που δεν αριθμούσε, όμως, περισσότερα από λίγες εκατοντάδες μέλη. Μέλη που δρούσαν εντός διάσπαρτων δυνάμεων χωρίς τη δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους και με την ηγεσία στο εξωτερικό.

Ωστόσο, καθώς βρισκόμαστε λίγα έτη μετά την τεράστια ΕΑΜική αντίσταση και τις εμφύλιες συγκρούσεις και οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής χαρακτηρίζονται από τις απηνείς διώξεις αγωνιστών και τη φτώχεια, υπήρχε πολύ μεγάλη πιθανότητα για εκ νέου μαζικοποίηση του κόμματος της εργατικής τάξης.

Το άτεγκτο κράτος έπρεπε να βρει τον τρόπο να επιβληθεί και να διασφαλίσει ότι το ΚΚΕ δεν θα γίνει ξανά «επικίνδυνο», ιδιαίτερα διά της νομίμου οδού, μέσα δηλαδή από έτερα κόμματα που θα καθόριζαν εν πολλοίς την πολιτική τους από το παράνομο κόμμα.

Αν και ορισμένοι αμφισβητούν αυτή τη θέση, αρκεί και μόνον η μετέπειτα εμφάνιση και η τεράστια επιτυχία της ΕΔΑ για να την επιβεβαιώσει.

Στο ντοκουμέντο διακρίνεται λοιπόν ανάμεσα στις λέξεις η «αγωνία» του συντάκτη της έκθεσης (και κατ’ επέκταση του ίδιου του κράτους και των ξένων δυνάμεων) να διαρθρώσει το κατηγορητήριο μιας «στημένης» δίκης, αλλά και να «καλύψει» τις μετέπειτα απόπειρες για περιορισμό της δράσης του ΚΚΕ. Απόπειρες που έφτασαν μέχρι τη δίωξη, τη φυλάκιση και την εκτέλεση εκατοντάδων κομμουνιστών.

Μια άλλη ματιά

Το συγκεκριμένο βιβλίο, ως αυτόνομο δημιούργημα, και η ανάγνωσή του έχουν όμως πρόσθετη σημασία στη σημερινή συγκυρία.

Τα τελευταία έτη η ιστοριογραφία αναφορικά με την εποχή της Αντίστασης, του εμφύλιου πολέμου και των μετεμφυλιακών εξελίξεων ετεροκαθορίζεται από την πολιτική θεώρηση του εκάστοτε αναλυτή.

Η τακτική αυτή απαντά κυρίως στους επιστημονικούς και πολιτικούς κύκλους, που επιμελώς καλλιεργούν εδώ και χρόνια την άποψη περί «ηγεμονίας» της Αριστεράς, απορρίπτοντας συλλήβδην την πρότερη βιβλιογραφία, αλλά και την επιστημονική εργασία του παρελθόντος.

Οι Γιώργος Πετρόπουλος και Νίκος Χατζηδημητράκος απορρίπτουν αυτά τα «μοντέρνα» σχήματα και τις «παγίδες» τους και, χωρίς να αποκρύπτουν την προσωπική τους θεώρηση, τηρούν απαρέγκλιτα τους κανόνες της ιστορικής έρευνας.

Τα ντοκουμέντα βρίσκονται μπροστά στον αναγνώστη, καθώς και οι επεξηγηματικές παραπομπές. Ο αναγνώστης αφήνεται ο ίδιος να κρίνει και να καθοδηγήσει τη συνείδησή του μέσα στο πλέγμα γεγονότων της εν λόγω υπόθεσης.

Το στοιχείο, πάντως, που παραμένει αδιαμφισβήτητο και ενισχύεται με το βιβλίο είναι ότι η εξεταζόμενη πρώτη και η δεύτερη δίκη (για τους περίφημους ασυρμάτους) ήταν δίκες πολιτικές.

Η μεθοδολογία τους και η κατάληξή τους κατέδειξαν ότι η κυβέρνηση Πλαστήρα, το κράτος, το παρακράτος και οι ξένες δυνάμεις είχαν προαποφασίσει την εξόντωση των κατηγορουμένων.

Είχαν όμως υποτιμήσει τη δυναμική του λαϊκού κινήματος, που εκφράστηκε αρχικά ως εγχώριο και διεθνές κίνημα αλληλεγγύης προς αυτούς και κατόπιν για δεκαετίες ως πολιτική στράτευση στην Αριστερά.

Αλλωστε, κατά τους στίχους του Λάκη Ραβάνη, «ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας / ο Μπελογιάννης ζει πά’ στις κορφές / ο Μπελογιάννης ζει κι είναι κοντά μας / στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές».

image

http://www.efsyn.gr/arthro/oi-agnostes-ptyhes-tis-dikis-mpelogianni