ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΓΡΑΦΕΙ … ένα ταξίδι στην καρδιά και ένα φιλί στα χείλη…

image82

Το γνωστό ψητοπωλείο ήταν εκεί πάνω από εκατό χρόνια. Αυτή, το ήξερε τα τελευταία είκοσι. Το έμαθε, αρχικά, από τους πελάτες της και τις ανάσες τους που μύριζαν κρεμμύδι, σκόρδο και μπαχαρικά. Μετά, πελάτης και η ίδια, το γνώρισε και από μέσα. Στέκι απλό, χωρίς ιδιαίτερες ‘φιοριτούρες’ και ‘δήθεν’ διακόσμηση. Πουλούσε λαϊκό αίσθημα χωρίς περιτύλιγμα και αυτό της άρεσε.

Από πάντα, ήταν χώρος συνάντησης ‘καλοφαγάδων’, πολιτικών, καλλιτεχνών και κάθε λογής επωνύμων. Το αποδείκνυαν οι πάμπολλες φωτογραφίες του τωρινού ιδιοκτήτη με κάθε έναν από αυτούς. Οι φωτογραφίες αυτές ήταν τα διαπιστευτήρια του ‘φαγάδικου’ στα πολιτικά και πολιτιστικά σαλόνια αυτού του τόπου. Ο ιδιοκτήτης υπερήφανος και χαμογελαστός στις φωτογραφίες, εξαργύρωνε το δωρεάν φαγητό που παρείχε στους επωνύμους, με μία στιγμή δημοσιότητας. Αυτός βέβαια, σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Andy Warhol, είχε πολλά δεκαπεντάλεπτα δημοσιότητας.

Τέτοιες σκέψεις έκανε, κάθε φορά που έμπαινε εκεί μέσα. Και ήταν πολύ συχνά. Σχεδόν, μία φορά κάθε δεκαπέντε μέρες.

Σάββατο μεσημέρι, κοντά στις γιορτές των Χριστουγέννων. Ο κόσμος πολύς, κατέκλυζε τους δρόμους και τα μαγαζιά της πολύβουης πρωτεύουσας. Έτσι και αυτή, μιας και δεν είχε ιδιαίτερες υποχρεώσεις, ξεχύθηκε στους δρόμους. Η δουλειά της είχε μειωθεί με τα χρόνια. Κάτι ο φόβος της αρρώστιας, κάτι η ηλικία της. Είχε περάσει τα πρώτα ‘–ήντα’ και οι μεταμορφώσεις στο πρόσωπο και στο σώμα της, ήταν, υπέρ του δέοντος, εμφανείς. Όσο κι’ αν προσπαθούσε να παραμείνει ‘φρέσκια’ και σφριγηλή, ο χρόνος που περνούσε πάνω στο κορμί της, είχε άλλη άποψη.

Είχε βγει βόλτα από το πρωί, να χαρεί την κίνηση και τη ζωή που προσφερόταν αφειδώς στους δρόμους. Ο δρόμος της την έφερε στο γνωστό ψητοπωλείο. Της φάνηκε, ότι ο κόσμος μέσα στο μαγαζί ήταν περισσότερος από αυτόν εκτός. Σκέφτηκε ότι δύσκολα θα έβρισκε τραπέζι. Μπήκε μέσα στο μαγαζί και κοίταξε τριγύρω να βρει έναν άδειο χώρο να καθίσει. Εκ πρώτης όψεως, αυτό φαινόταν ανέφικτο. Προχώρησε παραμέσα. Το βλέμμα της έπεσε επάνω σε ένα ζευγάρι που ετοιμαζόταν να πληρώσει. Σαν το αγρίμι που οσμίζεται την λεία του και ορμάει σ’ αυτή, προχώρησε με αποφασιστικότητα προς το μέρος του ζευγαριού. Στη θετική απάντηση του ζευγαριού ότι είχαν τελειώσει και ότι περίμεναν να πληρώσουν για να φύγουν, κάθισε όρθια από επάνω τους μέχρι να πραγματοποιηθεί η συναλλαγή και να σηκωθούν.

Όση ώρα περίμενε, έριχνε κλεφτές ματιές στο ζευγάρι. Δεν έπρεπε να ήταν πάνω από 35 ετών το αγόρι και 30 ετών το κορίτσι. Τρυφερές ματιές, ερωτικά αγγίγματα, γέλια στα μάτια και στα χείλια. ‘Έρωτας είναι η αιτία’ σκέφτηκε και ένα χαμόγελο ξαπόστασε στα χείλη της. Κάποτε την ενοχλούσε να βλέπει ερωτευμένους ανθρώπους. Η εύπλαστη ευτυχία την ενοχλούσε. Με τα χρόνια την συνήθισε. Τώρα, απλά την προσπερνάει ή την χαζεύει.

Το ζευγάρι έφυγε αγκαλιασμένο και εκείνη κάθισε στο τραπέζι. Παρήγγειλε, έφαγε και έβγαλε να κάνει ένα τσιγάρο πριν πληρώσει τον λογαριασμό και φύγει. Κοίταξε τον χώρο. Κόσμος καθιστός, όρθιος, στατικός, άστατος. Ρούφηξε την τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο και έβγαλε το πορτοφόλι της να πληρώσει. Φώναξε έναν σερβιτόρο και του έδωσε τα χρήματα. Δεν κάθισε να περιμένει τα ρέστα. Μέρες που ήταν, πάντα άφηνε γενναιόδωρο φιλοδώρημα. Σηκώθηκε να φύγει. Βγήκε στον δρόμο και ανακατεύτηκε με τον κόσμο. Κατευθύνθηκε προς το σπίτι της. Δεν είχε όρεξη για περισσότερη βαβούρα. Ήθελε να πάει να ξαπλώσει, να ηρεμήσει λίγο. Εξάλλου, το βράδυ είχε δουλειά.

Έφτασε σχετικά γρήγορα σπίτι. Ξεντύθηκε και έμεινε γυμνή. Της άρεσε να μένει γυμνή μέσα στο σπίτι. Να χαίρεται την γύμνια της όταν ήταν μόνη. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Μπορεί το σώμα της να είχε ‘σπάσει’, αλλά πάντα έμενε ένα σώμα θελκτικό. Το χάιδεψε από πάνω μέχρι κάτω. Ερεθίστηκε. Έτσι ερεθισμένη ξάπλωσε.

Δεν πρέπει να είχε περάσει πάνω από μισή ώρα και το κουδούνι του σπιτιού της ήχησε, σπάζοντας σε κομμάτια την ηρεμία της μεσημεριανής ανάπαυσης. Με έκδηλη την απορία για το ποιος ήταν, σηκώθηκε και ρίχνοντας μία διαφανή ρόμπα επάνω της, πήγε να ανοίξει. Κοιτώντας από το ματάκι, αναγνώρισε τον σερβιτόρο που την εξυπηρέτησε πριν από ώρα στο ψητοπωλείο. Του άνοιξε παραξενεμένη.

- Συμβαίνει κάτι νεαρέ μου;
- Όχι κυρία. Δεν συμβαίνει κάτι. Ή μάλλον συμβαίνει αλλά δεν συμβαίνει.
- Ήρθες εδώ για να με τρελάνεις παιδί μου; Τι χαζομάρες λες;
- Θα σας εξηγήσω κυρία. Να, όταν γύρισα να σας δώσω τα ρέστα, βρήκα αυτό (πρότεινε τα χέρια του δείχνοντάς της ένα κόκκινο φουλάρι) κάτω από την καρέκλα που καθόσασταν. Θα πρέπει να σας έπεσε. Βγήκα στον δρόμο να σας προλάβω, αλλά είχατε φύγει. Και αποφάσισα να σας το φέρω μέχρι εδώ. Μπορεί να το χρειαζόσασταν και να μην ξέρατε που το είχατε χάσει.
- Δεν πάμε καλά μου φαίνεται. Αυτό είναι το φουλάρι μου. Απορώ. Πίστεψα ότι το είχα βάλει μέσα στην τσέπη μου και αυτό πρέπει να έπεσε. Σ’ ευχαριστώ που μου το έφερες μέχρι εδώ. Αλλά, αλήθεια, πως ήξερες που να με βρεις; Με πήρες από πίσω;
- Όχι κυρία. Δεν σας πήρα από πίσω. Σας ξέρω εδώ και καιρό. Κάποιες φορές, στο παρελθόν, έχουμε ανταλλάξει ρόλους. Εσείς ‘πουλήσατε’ και ‘γώ ‘αγόρασα’. Δεν με θυμάστε βλέπω.
- Τώρα που το λες, κάτι μου θυμίζεις.
- Αλήθεια;
- Ναι. Θα περάσεις μέσα να σε φιλέψω κάτι; Τόσο κόπο έκανες.
- Ευχαριστώ κυρία. Δεν θέλω τίποτα. Μου φτάνει που σας μίλησα. Για να πω την αλήθεια, χάρηκα πολύ που ξεχάσατε το φουλάρι σας. Όλη την ώρα στο μαγαζί σας κοιτούσα, αλλά δεν μπόρεσα να έρθω να σας μιλήσω. Να λοιπόν που βρέθηκε η ευκαιρία.
- Μάλιστα. Όντως, βρέθηκε η ευκαιρία.
- Τώρα να φύγω. Να μην σας κρατάω. Πρέπει να σας ξύπνησα.
- Θέλεις να έρθεις να ξαπλώσουμε μαζί; Έχω καιρό να ‘εξυπηρετήσω’ έναν ‘πελάτη’ σαν εσένα. Ένα νεαρό παλικάρι.
- Και ‘γώ κυρία, έχω καιρό να πάω ‘πελάτης’ σε ένα τόσο αξέχαστο ‘μαγαζί’ όπως το δικό σας.
- Μη στέκεσαι λοιπόν στην πόρτα. Έλα μέσα.

Χωρίς δεύτερη κουβέντα πέρασε μέσα και πιο μέσα και πιο μέσα. Ώσπου μπήκε μέσα της με φόρα μικρού παιδιού που τρέχει να χαρεί το παιχνίδι του στην αλάνα της γειτονιάς, παρέα με άλλα παιδάκια.

Tης έκανε έρωτα. Του έκανε έρωτα. Ώρα πολύ. Ξεψυχισμένοι έπεσαν δίπλα-δίπλα. Έβαλε το χέρι της επάνω στο στέρνο του και το ταξίδεψε γύρω από την περιοχή της καρδιά του. Χτυπούσε τρελά. Αναρωτήθηκε πόσες αντρικές καρδιές είχε ακούσει να χτυπάνε αποκαμωμένες από την ερωτική πράξη του κατόχου τους μαζί της. Και ούτε μία από αυτές δεν χτύπησε ερωτικά για εκείνη. Εκείνη ήταν πάντα το ‘αντικείμενο του πόθου’ και όχι ‘η γυναίκα για το σπίτι’. Πόσο την ενοχλούσε αυτός ο διαχωρισμός. Λες και υπήρξε ποτέ κάποιος που είχε μπει στον κόπο να εξακριβώσει την ευστάθεια του διαχωρισμού.

Αυτή όμως η καρδιά χτυπούσε διαφορετικά. Το ήξερε, το ένοιωθε. Άσχετα αν δεν της το έλεγε ο κάτοχός της. Αυτή, το ένοιωθε σε κάθε χτυποκάρδι. Το έβλεπε σε κάθε παιχνιδιάρικο βλέμμα που της έριχνε, καθώς ανατρίχιαζε το δέρμα του κάτω από το ταξιδιάρικο χέρι της. Απολάμβανε κάθε στιγμή μαζί του. Κάτι που είχε να κάνει καιρό με κάποιον άντρα, ίσως και ποτέ.

Η απόλαυση τελείωσε απότομα, όταν ο νεαρός αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει.

- Φεύγω.
- Κιόλας αγόρι μου;
- Δεν θέλω, αλλά πρέπει να γυρίσω στο μαγαζί. Πήρα άδεια για λίγη ώρα.
- Καλά. Αν είναι για την δουλειά να φύγεις. Θα ξανάρθεις;
- Θέλετε; Θέλεις;
- Για να στο λέω, πάει να πει ότι το θέλω. Και το θέλω πολύ.
- Θα ξανάρθω.
- Θα σε περιμένω.

Ο νεαρός ντύθηκε γρήγορα. Της πρότεινε να της δώσει χρήματα. Δεν τα δέχτηκε. Δώρο. Όχι για κείνον, αν και έπρεπε για την ταλαιπωρία που τράβηξε για χάρη της. Μα για την ίδια. Για εκείνο το ταξίδι του χεριού της επάνω στην καρδιά του. Ζήτησε να μάθει το όνομά του. Δημήτρη τον έλεγαν, Τάκη τον φώναζαν. Εκείνη θα τον φώναζε Δημήτρη. Όπως τον βάφτισε ο νονός του, όπως το αποφάσισε η μάνα που τον γέννησε.

Του άνοιξε την πόρτα να φύγει. Ένα φιλί στα χείλη της άφησε παρακαταθήκη. Σκέφτηκε, καθώς τον έβλεπε να ξεμακραίνει, ότι το υπόλοιπο βράδυ θα περάσει γρήγορα. Είχε να θυμάται ένα ταξίδι στην καρδιά και ένα φιλί στα χείλη…

εγραψε το πιτσιρικι