«Πού είναι το παιδί; Τηλεφώνησέ του τώρα! Να πάς να το μαζέψεις!» Χιλιάδες γονείς σε όλη την Ελλάδα γύρευαν τα παιδιά τους το Σάββατο τη νύχτα, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, και την συννεφιασμένη Κυριακή που ξημέρωσε απειλητική, και τη Δευτέρα που τα λύκεια πλημμύρισαν τις πόλεις, ώς τη χθεσινή νύχτα που καιγόταν το σύμπαν…
Η αστυνομική σφαίρα που έριξε ξέπνοο τον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο στο πλακόστρωτο, γωνία Μεσολογγίου και Τζαβέλα, πλάι στα ευρηματικά γκράφιτι, στις ψυχεδελικές ζωγραφιές και τα μποέμικα καφέ, πυρπόλησε τις καρδιές των εφήβων, πάγωσε τους γονείς τους, άπλωσε τα Εξάρχεια σε όλη τη χώρα.
Η νεολαία, δύσθυμη, ανασφαλής, παραχαϊδεμένη, πιεσμένη, μηδενιστική, ευνουχισμένη, παραγκωνισμένη, στριμωγμένη ανάμεσα σε ένα ξεχαρβαλωμένο λύκειο, σε ένα εξευτελισμένο πανεπιστήμιο, και σε ένα συνοφρυωμένο επαγγελματικό μέλλον διαγκωνισμού για 700 ευρώ, στο πρόσωπο του νεκρού έφηβου αναγνωρίζει τον εαυτό της.
Ενα παιδί ήταν, ένα παιδί! Ελεγαν εμβρόντητοι οι συνομήλικοι του μεγάλου μου γιου, λυκειόπαιδες στα ιδιωτικά των βορείων προαστίων, όπως κι ο Αλέξανδρος. Χθες το πρωί, οι λυκειόπαιδες, ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας, φώναζαν έξω από την Αστυνομία: Πυροβολήστε κι εμάς! Τα ίδια συνέβαιναν σε δεκάδες ελληνικές πόλεις.
Αυτό είναι το καινούργιο στοιχείο: η διασπορά της εξέγερσης σε όλη την επικράτεια και στην ευρεία μάζα των αδιαμόρφωτων λυκειόπαιδων. Αυτό το λαμπάδιασμα δεν έχει ξανασυμβεί. Παρότι υποψιαζόμασταν, παρότι αφουγκραζόμασταν, παρότι τα σημάδια υπήρχαν από καιρό, ωστόσο τόση οργή συσωρευμένη δεν την περιμέναμε. Ενα ελατήριο που φόρτιζε επί χρόνια, και τινάχτηκε βίαια, τρομακτικά, μαζί με τη σφαίρα που έριξε νεκρό τον έφηβο μάρτυρα. Το τρομερό ελατήριο εκτονώθηκε με έναν μάρτυρα.
Πώς φτάσαμε ως εδώ; Θυμάμαι το 1990, μετά την αθωωτική απόφαση του Εφετείου για τον αστυνομικό Μελίστα, που είχε σκοτώσει τον 16χρονο Μιχ. Καλτεζά το 1985. Το Πολυτεχνείο καταλήφθηκε ακαριαία, και στην πολυήμερη κατάληψή του από ποικίλες, αδέσποτες ομάδες ακούστηκε για πρώτη φορά ο αυτοπροσδιορισμός «Είμαστε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας» και «Εμείς, ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας».
Πέντε χρόνια αργότερα, σε άλλη κατάληψη του Πολυτεχνείου, πεντακόσιοι νεαροί προσήχθησαν στη ΓΑΔΑ: ήταν τα παιδιά της μεσοαστικής τάξης, των καλών σχολείων, των ευυπόληπτων οικογενειών· οι γονείς τους συνωστίζονταν στην Αλεξάνδρας. Την επομένη στα πανώ της διαδήλωσης έγραψαν: «Είμαστε ο ανθός της ελληνικής νεολαίας».
Δεκαοκτώ χρόνια μετά την πρώτη αυτονόμηση του «ανθού» από το συμβατικό πολιτικό πλαίσιο, με αφορμή τον ατιμώρητο φόνο ενός 16χρονου, μετά την αυτονόμηση προς μεταπολιτικές κατευθύνσεις, με εν τω μεταξύ βαθείς μετασχηματισμούς στην κοινωνία, την εργασία και το φαντασιακό, ένας δεύτερος φόνος εφήβου, εν ψυχρώ, στην καρδιά των πολιορκούμενων Εξαρχείων, δείχνει τον «ανθό» μετασχηματισμένο, γενικευμένο, πολυπληθή, οργισμένο, μηδενιστή, τυφλό. Εκτός ελέγχου.
Δεκαοκτώ χρόνια μετά τα πρώτα σημάδια επί οικουμενικής κυβερνήσεως, το δημοκρατικό κράτος και το πολιτικό προσωπικό που το διοικεί εθελοτυφλούν, αλληθωρίζουν, ολιγωρούν, αδρανούν, ψεύδονται. Η πολιτική ελίτ σχεδιάζει μόνο βραχυπρόθεσμα και ενεργεί χωρίς καμία ιστορική προοπτική, και διαρκώς με ασθενέστερη αίσθηση του πραγματικού, με ελλιπή ή ανύπαρκτη γνώση της κοινωνίας. Το υπόδειγμα βίου που προσφέρουν είναι αλυσίδα σκανδάλων, φαυλότητας, διαφθοράς, ατιμωρησίας, ανικανότητας. Πρυτάνεις, υπουργοί, επίσκοποι, ηγούμενοι, συλλαμβάνονται κλέπτοντες και επίορκοι, νεόπλουτοι και μαυρόπλουτοι προκαλούν και καίνε ουίσκια, τα κανάλια συναγωνίζονται στην επίδειξη ξέκωλων, χλιδής και χυδαιότητας, η πρέζα πνίγει τις πόλεις, οι απόκληροι κατασκηνώνουν στις πλατείες, τα δημόσια νοσοκομεία παραλύουν. Αυτό το υπόδειγμα βίου αρνείται ο «ανθός», βίαια, νιχιλιστικά, αυτοκαταστροφικά, τρομακτικά.
Και το υπόδειγμα του υπεραπασχολούμενου, αγχωμένου, άπληστου, απνευμάτιστου ενήλικου, που προσφέρουμε οι γονείς στα παιδιά, στους ανθούς μας. Τους προσφέρουμε σχολεία, φροντιστήρια, κινητά, λάπτοπ, διακοπές, γκάτζετ, δώρα, χαρτζιλίκια, γεμάτα ψυγεία· δεν τους προσφέρουμε κανένα αξιακό πλαίσιο, γιατί δεν το διαθέτουμε κι εμείς, δεν τους προσφέρουμε αισιοδοξία και πίστη, γιατί τα έχουμε χάσει. Προσφέρουμε ύλη, όση έχουμε, όσο κόπο κι αν χρειάζεται. Μόνο αυτή έχουμε. Προσφέρουμε πνευματική και ηθική ορφάνια.
Το βράδυ της Κυριακής πρωτοείδα το αγένειο πρόσωπο του Αλέξανδρου, σ’ ένα καφέ της πολιορκούμενης Τοσίτσα. Δάκρυσα. Δεν ήξερα αν δάκρυσα για το παιδί ή απ’ τα δακρυγόνα. Βλέποντας τα ερείπια και τ’ αποκαϊδια, μυρίζοντας τα χημικά, μυρίζοντας το μίσος, τον καπνό, δάκρυσα πάλι. Δάκρυσα για την πόλη μου, για την πατρίδα μου, για τα παιδιά, για τα δικά μας χάλια.
Μπίρες και μολότωφ
Του Νίκου Ξυδάκη
Πώς έφτασαν τα παιδιά της μεσαίας τάξης, με τα χούντις και τα όλσταρ, τα δικά μας παιδιά, πώς έφτασαν να λιθοβολούν αστυνομικά τμήματα και να φωνάζουν «πυροβολήστε μας»; Ταυτίστηκαν με τον νεκρό Αλέξη, τον μάρτυρα της γενιάς τους; Ναι, ασφαλώς, είναι μια απάντηση, όχι όμως η απάντηση. Ναι, είναι ο εξεγερσιακός ρομαντισμός, η αδρεναλίνη, η αποκοτιά, το αναγκαίο rite de passage, η μύηση στο δρόμο, ο διονυσιασμός μαζί με την εξωτερίκευση του πένθους, ναι, ναι, όλα αυτά ισχύουν, λειτούργησαν και θα λειτουργούν.
Μα είναι κι άλλα… Πολλά. Γιατί η πυρκαγιά που λαμπάδιασε τη χώρα, ψυχικά και ηθικά, δεν αφορά μόνο τα λυκειόπαιδα με τα χούντις και τα sms. Αφορά και τους φοιτητές, παρκαρισμένους εκτός μετρήσεων ανεργίας σε ετοιμόρροπες σχολές, αφορά και τους no future πολυπτυχιούχους που μετριούνται ως άνεργοι, αφορά το ετοιμόρροπο «ένα τρίτο» στο χείλος του αποκλεισμού, αφορά τους νεόπτωχους μικρομεσαίους που στενάζουν, αφορά πια και τα ημιπρονομιούχα «δύο τρίτα» της κοινωνίας. (Δεν τολμώ να σκεφτώ πώς και πόσο αφορά τους ένα εκατομμύριο μετανάστες, χωρίς ψήφο και χωρίς χαρτιά.)
Η οργή για το φόνο, ένα στοιχείο. Η βαθιά περιφρόνηση προς το πολιτικό σύστημα, άλλο. Η δυσπιστία προς τους θεσμούς. Η καχυποψία προς το ισχύον κράτος δικαίου. Η βίαιη απόρριψη των προσφερόμενων προτύπων. Κι άλλα, βαθύτερα, πιο σκοτεινά, πιο περίπλοκα.
Ολα μαζί διαμορφώνουν μια κοινωνία σε μανιοκατάθλιψη, χωρίς αυτοπεποίθηση, με πεσμένο ηθικό, με μειωμένη αυτοεκτίμηση, με εκρήξεις υπεραναπλήρωσης, με εμμονές και φοβίες, με βαθιά απαισιοδοξία. Είναι η δύσθυμη μεταδημοκρατία που διαπιστώνουμε μονότονα από το 2005 τουλάχιστον, αφότου εξατμίστηκε η προσωρινή ευφορία του 2004, αφού ξεθύμανε η τονωτική επήρεια των Ολυμπιακών και του Euro στο συλλογικό φαντασιακό.
Ολοι θυμόμαστε το μακρύ καλοκαίρι του 2004: οι Ελληνες χόρευαν αγκαλιασμένοι στις παραλίες και στις πλατείες, με κυανόλευκα τι-σερτ και μπουκάλια μπίρας. Και θυμόμαστε το καλοκαίρι του 2007, τις πυρκαγιές και το πένθος, τις βουβές διαδηλώσεις, τη βαριά δυσθυμία, το ανέκφραστο πολιτικό, τις μούτζες προς τη Βουλή, το αδιάμορφωτο πλήθος της μεταδημοκρατίας που σάλευε και κόχλαζε κι έβραζε στο ζουμί του.
Από αυτό το πλήθος ξεπήδησαν τώρα απροσδόκητα τα χούντις των λυκείων κι οι αλαφιασμένοι γονείς τους, από αυτό το πλήθος ξεπήδησαν πολλαπλάσιοι και ξαναμμένοι οι σπάστες και οι μπάχαλοι, η οργή, η αγανάκτηση, η φυσική βία, η τυφλή μανία. Το πλήθος μετακινήθηκε στο δίπολό του: από την κατάθλιψη προς τη μανία. Και ιδού: οι γιορτινές μπίρες του 2004 έγιναν οι οργισμένες μολότοφ του 2008. Το πεδίο γιορτής έγινε πεδίο καταστροφής: οι δύο εκδοχές της βακχείας.
Η εξέγερση δεν προέρχεται μόνο από σπασμό του θυμικού. Προέρχεται και από έλλογη δυσαρέσκεια, από αγανάκτηση για την ανάπηρη δημοκρατία. Ο κόσμος έχει χάσει την πίστη του στις εξαγγελίες εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων, όπως τα ακούει από τη δεκαετία ‘90. Βλέπει τους θεσμούς διάτρητους και αναξιόπιστους, βλέπει το πολιτικό σύστημα να μη διαφυλάσσει το κύρος των θεσμών αλλά απλώς να φροντίζει για την αυτοαναπαραγωγή του και τον πλουτισμό μου, άνομο και άνηθικο. Το σύστημα γλιστράει: από δημοκρατία, μαζική και τυπική έστω, προς ένα υβριδικό καθεστώς με φεουδαρχικά χαρακτηριστικά, με ξεδιάντροπο νεποτισμό, με αναξιοκρατία, δομημένο γύρω από συμφέροντα, προπαγανδιστικά τρικ, χειραγωγούμενα μήντια, φαμίλιες και clan.
Ο καπνός των μολότοφ, τα σύννεφα των δακρυγόνων, το πένθος για το παιδί, θα περάσουν· το σοκ θα καταλαγιάσει. Η Ελλάδα θα μείνει ίδια;
Τα παιδιά που ανδρώθηκαν σε μια νύχτα
του Γιώργου Βότση
Καμάρωνα την Ελσα στα Προπύλαια να καμαρώνει και για τα τρία της έφηβα παιδιά στη διαδήλωση και ντρεπόμουν γιατί οι πολλοί, όλες αυτές τις ημέρες και τις νύχτες, δεν βρεθήκαμε στους φλογισμένους δρόμους της οργής, αγκαλιά με τα παιδιά και τα εγγόνια μας, κόντρα στην ένστολη βαρβαρότητα, στην κυβερνητική αναισθησία, στην πολιτική υποκρισία.Αυτά τα παιδιά που ανδρώθηκαν σε μία νύχτα, καθώς το βόλι στην καρδιά του Αλέξη σκότωνε και τη δική τους αθωότητα, αυτά τα δεκαπεντάχρονα αγόρια και κορίτσια με το σκοτεινιασμένο βλέμμα, τα σφιγμένα χείλη και την υψωμένη γροθιά, καλά μάς στόλισαν στην συγκλονιστική «επιστολή φίλων του Αλέξη»:«Μη σκοτώνετε τα όνειρά μας [...] Κάποτε ήσασταν νέοι κι εσείς. Τώρα κυνηγάτε το χρήμα, νοιάζεστε μόνο για τη «βιτρίνα», παχύνατε, καραφλιάσατε, ξεχάσατε [...] Μόνο πουλάτε κι αγοράζετε. Αγάπη πουθενά. Αλήθεια πουθενά [...]
Μη μας ρίχνετε άλλα δακρυγόνα. Εμείς κλαίμε κι από μόνοι μας».Φράσεις-ριπές, λέξεις-καρφιά που απευθύνονται σε όλους μας και δεν στοχεύουν μόνο τους Πρετεντέρηδες των καναλιών με τις ατσάκιστες κουστουμιές και τον παχύδερμο κυνισμό· που θρηνούν τάχα μου γοερά για «τον θάνατο του εμποράκου»· που θλίβονται έκδηλα, γιατί δεν λαμπάδιασαν τελικά η Εθνική Βιβλιοθήκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο, όπως ασύστολα ψευδολογούσαν και πολύ θα ήθελαν· που δεν καταδέχονται να καταμετρήσουν πόσοι νέοι βρήκαν τον θάνατο από «εξοστρακισμένες» αστυνομικές σφαίρες αναίτια και ατιμώρητα· που θέλουν τους δημοσιογράφους μπάτσους και πιο μπάτσους τους μπάτσους· που εκστασιάζονται με τους γνήσιους και τους τραβεστί «κουκουλοφόρους» και με την αυτονοήτως τυφλή εξεγερσιακή βία, αλλά κλείνουν τα μάτια στην ψυχρά μεθοδευμένη και γι” αυτό στυγερή και αποτρόπαιη κρατική και παρακρατική βαρβαρότητα· που βλέπουν τους μετανάστες μόνο στο πλιάτσικο της αναμπουμπούλας και ποτέ όταν βασανίζονται κτηνωδώς στα κρατητήρια και αυτοκτονούν στα κελιά· και που βάζουν χυδαία στη ζυγαριά από τη μια τα πυρπολημένα αυτοκίνητα, τις σπασμένες βιτρίνες και τα (κακώς, κάκιστα) λεηλατημένα καταστήματα και από την άλλη τα σκοτωμένα όνειρα των εφήβων και το άλικο αίμα του Αλέξη – για να γείρει ανατριχιαστικά στην μπακαλίστικη αποτίμηση, ότι μόνο στην Αθήνα οι ζημιές ανήλθαν συνολικά σε 50 εκατομμύρια ευρώ.Δηλαδή, όλος αυτός ο χαμός για όσα ακριβώς τσέπωσε μόνον από το ολυμπιακό ακίνητο, σ” αυτό το άγριο γιουρούσι στη δημόσια γη και περιουσία, ο περιούσιος Εφραίμ με τους υψηλούς συνεργούς και προστάτες…
Το “πε καλά, πάλι, ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Θα μας κάψουν τα παιδιά. Γιατί τους κάψαμε το μέλλον…».Το εύφλεκτο επίστρωμα απλώνεται σαν σάβανο πάνω από την ελληνική κοινωνία – θρυαλλίδα μόνο το δολοφονημένο αγόρι γι” αυτό το πρωτόφαντο ξέσπασμα οργής των συμμαθητών του, που συνταράσσει και λαμπαδιάζει όλη τη χώρα.Σε κραυγαλέα αντίθεση με την ελληνική τηλεόραση, όπου τα άθλια «παπαγαλάκια» αναμασούν την κυβερνητική προπαγάνδα και παρέχουν δημόσιες σχέσεις στην Αστυνομία (με τον Π. Σόμπολο, τρομάρα μας, να ζητάει και τα ρέστα από την «Αυγή»!), τα διεθνή ΜΜΕ τα “παν όλα σε τρεις αράδες, προβάλλοντας έντονα τη νεανική εξέγερση στην Ελλάδα:Κτηνώδης αστυνομική βία, με θύματα τους διαδηλωτές, τους μετανάστες, τους κρατούμενους, τους περιθωριακούς.
Προκλητική ατιμωρησία των μπάτσων από τα δικαστήρια – κι όταν ακόμη σκοτώνουν. Οικονομική δυσπραγία, εργασιακός μεσαίωνας και ανεργία-εφιάλτης για τους νέους. Αθλια εκπαίδευση, που κλείνει αντί να ανοίγει ορίζοντες στα παιδιά. Εκτεταμένη διαφθορά, διάχυτη χυδαιότητα, κυρίαρχη η ιδεολογία της αρπαχτής, απαξιωμένοι θεσμοί, πολιτικός κόσμος βουτηγμένος στα σκάνδαλα, ανίκανη κυβέρνηση που παραπαίει…Απ” αυτό το εκρηκτικό μείγμα λείπει μόνον η κατ” εξοχήν εμπρηστική υποκρισία της εξουσίας, με τους κυβερνώντες να προκαλούν αντί να απολογούνται:Η εξέγερση δεκάδων χιλιάδων νέων σε 40 πόλεις όλης της χώρας, κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, «δεν είναι κοινωνικό φαινόμενο, αλλά καταστροφική μανία ορισμένων συντονισμένων ομάδων»…Απογοητευτικός, αλίμονο, ο Πρ. Παυλόπουλος, λέει ανενδοίαστα στη Βουλή ότι «η μόνη έκρηξη ήταν από τους κουκουλοφόρους». Κι αντί να δίνει εντολή να διαλυθούν, εδώ και τώρα, δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να εξηγήσει γιατί η Ασφάλεια χρησιμοποιεί και κουκουλοφόρους (τους φανερώνουν οι κάμερες) για να πρωτοστατούν, προβοκατόρικα, προφανώς, στις πεζοδρομιακές βιαιότητες.
Ο Π. Χηνοφώτης ζητεί συγγνώμην για τη στυγνή δολοφονία, αλλά παράλληλα παραγγέλλει στο Ισραήλ νέες ποσότητες χημικών που δηλητηριάζουν (δηλαδή σκοτώνουν) τα εξεγερμένα παιδιά μας. Και, βεβαίως, δεν διανοείται να διαβεβαιώσει ότι εφ” εξής οι αστυνομικοί που αντιμετωπίζουν διαδηλωτές θα είναι μόνον ένστολοι και με εμφανή τα διακριτικά τους. Πολύ περισσότερο να προτείνει διακομματικό διάλογο για το αν θέλουμε και πώς μπορούμε να έχουμε αστυνομικούς υπηρέτες του λαού, του νόμου και της δημοκρατίας και όχι μπράβους και ορντινάντσες των ισχυρών και δυνάστες των αδυνάτων, όχι διεφθαρμένους, βασανιστές και δολοφόνους.Στις Βρυξέλλες ο Κ. Καραμανλής να επιδεικνύει το τάχα στιβαρό του χέρι στο πηδάλιο, να αποκαλύπτει ότι δεν έχει στοιχειώδη συναίσθηση των τρομακτικών ευθυνών του, να αποτολμά συστάσεις και επικρίσεις και να προτείνει αφελώς διακομματική συναίνεση για να διασφαλιστεί στον τόπο η δημοκρατία και η νομιμότητα.Στην Αθήνα, η κυβέρνηση μιας αμετανόητης Δεξιάς να ενοχοποιεί για τις βιαιότητες πολιτικό κόμμα, φορώντας κουκούλες στον Αλαβάνο και τον Τσίπρα.
Ακόμη χειρότερα: να ξεθάβει παρακρατικές μεθόδους και να κινητοποιεί (στην Πάτρα του Τεμπονέρα, στη Λάρισα όπου οι συνειδητοποιημένοι διαδηλωτές επιτέθηκαν μόνο σε τράπεζες, και στην Κομοτηνή) τους διαβόητους δήθεν «αγανακτισμένους πολίτες», με το φασιστοειδές σκυλολόι να πρωτοστατεί για να δέρνουν τους εξεγερμένους συμμαθητές του Αλέξη. Για άγριο παιχνίδι με τη φωτιά, μιλάμε. Αλλά συχνά, ως γνωστόν, καίγονται και οι εμπρηστές…Και για ποια τάχα «νομιμότητα» επιζητεί πολιτική και κοινωνική συναίνεση μια κυβέρνηση, που κολυμπάει σε πελάγη ανομίας και δεν προλαβαίνει να κουκουλώνει σκάνδαλα;
Με τα πορίσματα της εξεταστικής επιτροπής σήμερα θα φανεί καθαρά πώς εννοούμε το ευνομούμενο κράτος και τη δημοκρατική νομιμότητα σ” αυτόν τον τόπο.Με δεδομένο και πελώριο το σκάνδαλο του Βατοπεδίου και αυταπόδεικτη την άγρια λεηλασία της δημόσιας γης, αύριο στη Βουλή θα κορυφωθεί η (εμπρηστική, επαναλαμβάνω) υποκρισία της εξουσίας.Κάθε κόμμα με το δικό του πόρισμα θα λέει το κοντό του και το μακρύ του.
Και μόνον η αλήθεια, ο ειλικρινής καταλογισμός ευθυνών, η επέκταση της έρευνας και στα άλλα Βατοπέδια, τα διάσπαρτα ανά τη χώρα και τα ριζικά μέτρα για την αποτροπή τέτοιων σκανδάλων, θα λείψουν. Και, βεβαίως, η γενναία αυτοκριτική μιας κυβέρνησης που όσο περισσότερο βουλιάζει στην ανεπάρκεια και τα «ανομήματά» της τόσο πιο επικίνδυνη γίνεται…
Αλέξης Γρηγορόπουλος> «Θα το δεις, εγώ θα γίνω διάσημος μια μέρα»
Της Μαρίλης Μαργωμένου
Αν έχεις μεγαλώσει στα βόρεια προάστια, η ζωή του Αλέξη Γρηγορόπουλου σού μοιάζει με στερεότυπο αναγνωρίσιμο. Μητέρα κοσμηματοπώλης, πατέρας πολιτικός μηχανικός, ένα διαμέρισμα στο Ψυχικό με πισίνα, το σχολικό να σε γυρίζει σπίτι κι ο καθηγητής για τα ιδιαίτερα μαθήματα να σε περιμένει εκεί. Είναι κάπου στα 14 που το στερεότυπο αρχίζει να σε στενεύει. «Δεν ήταν καθόλου φλωράκι Ψυχικού», είναι το πρώτο που λέει η Αννα, η συμμαθήτριά του. Που θα πει, δεν ήθελε πια να είναι. Οι κολλητοί του τον φώναζαν Gregory, φορούσε φόρμες και αθλητικά, είχε μαλλιά ανάκατα με λαστιχάκι στον καρπό για να τα πιάνει όταν έπαιζε στο γκρουπάκι του κιθάρα.
Ο φίλος του που μου μιλάει προσπαθεί να θυμηθεί. «Αν ήσουν μαζί του σε συναυλία», λέει, «θα σε ρώταγε αν εκείνος θα το έπαιζε καλύτερα το κομμάτι. Αν ήσουν σε Ιντερνετ καφέ, θα σε ρώταγε πώς να κερδίσει στο παιχνίδι». Ο μικρός κάνει παύση. «Μόνο αν ήταν τώρα εδώ, δεν ξέρω τι θα ρώταγε
». Απ” τον τρόπο που τονίζει το «τώρα», δεν γίνεται να μην καταλάβεις τι σκέφτεται. Ρωτάω κάτι, ίσα για να τον επαναφέρω.
«Ποιο ήταν το αγαπημένο του τραγούδι;». Το παιδί κομπιάζει. Μες στο παράλογο σύμπαν που ξημέρωσε απ” το Σάββατο το πρωί, φοβάται πως αν ονομάσει μια απ” τις ροκ μπαλάντες που τραγουδούσε με την κιθάρα ο Αλέξης, θα είναι σαν να τον λέει «αναρχικό» ή «ταραξία» ή ποιος ξέρει τι άλλο. Ξαφνικά το να ζεις την εφηβεία έγινε ύποπτο.
«Ηταν ήσυχος»
«Αλεξάκο, γεια…» – ένα χαρτάκι στο πεζοδρόμιο της Μεσολογγίου. Το «Α» του ονόματος σε κύκλο, κι ένα κερί κρατάει το χαρτί, να μην το πάρει ο αέρας. «Κάψτε – σπάστε – διασκεδάστε», στον τοίχο από πάνω, με μαύρο σπρέι. Ο Αλέξης δεν είχε σπάσει, ούτε κάψει ποτέ τίποτα. Γιατί δεν διασκέδαζε έτσι. «Ο Αλέξης», λέει ο φίλος του, «ήταν ήσυχος. Αν τον κούραζε το μάθημα, αν βαριόταν, θα μπορούσε να τον πάρει ο ύπνος μες στην τάξη, σαν μικρό παιδί. Δεν φοβόταν τους καθηγητές, αλλά δεν τον έδιωξαν απ” του Μωραΐτη λόγω κακής διαγωγής. Δεν του άρεσε να διαβάζει, αυτό ήταν όλο». Τον ρωτάω για το μοιραίο βράδυ. Ο μικρός μετράει μία – μία τις λέξεις του: «Ολα τα άλλα παιδιά εκείνο το βράδυ ήταν πιο υποψιασμένα», λέει. «Δεν ήταν κακά παιδιά. Απλά, ήξεραν πού βρίσκονται. Ισως αυτό να έφταιγε – πως ο Αλέξης ήταν έτσι αθώος». Σαν να ακούω τη μάνα του Μιχάλη Καλτεζά: «Ο Μιχάλης» λέει -23 χρόνια μετά- «ήταν ζωηρό παιδί αλλά ήταν ανυποψίαστο. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως κάποιος μπορεί να θέλει να του κάνει κακό».
«Ελάτε αν σας βαστάει τσογλάνια». Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που είπε ο Επαμεινώνδας Κορκονέας πριν ευθυγραμμίσει την κάννη του με την καρδιά του παιδιού απέναντι. Στο «γιατί;» των συναδέλφων την επομένη, τραύλισε πως είδε σαν σε όραμα τον εαυτό του νεκρό σ” ένα κρεβάτι, και τη γυναίκα με τα παιδιά του να κλαίνε που τον σκότωσαν στα Εξάρχεια. Και χωρίς να του επιτεθεί κανείς, πυροβόλησε. Γιατί είδε να του συμβαίνει αυτό, που ανάγκασε τη μάνα ενός παιδιού να ζήσει μία ώρα μετά.
«Δεν έχει σφυγμό!»
«Του σήκωσα την μπλούζα. Αιμορραγούσε». Μιλάει το παιδί που ήταν δίπλα στον Αλέξη. Αυτό που νομίζοντας πως ζει ακόμα, πάλευε να τον σύρει στο πεζοδρόμιο, να τον σώσει. «Βλέπω στο μυαλό μου συνέχεια την ίδια εικόνα», λέει ο Φώντας Παπαδημητρίου, που καθόταν δέκα μέτρα παραπέρα, σ” ένα καφέ. «Μια φιγούρα ανθρώπου να κείτεται στο έδαφος, και μια άλλη φιγούρα να προσπαθεί να τον σύρει, να τον σηκώσει ξανά». Αν δεν έχεις δει άνθρωπο να πεθαίνει, είναι δύσκολο να το καταλάβεις: «Νόμιζα πως γλίστρησε το παιδί. Πως ήταν βρεγμένο το έδαφος και γλίστρησε».
«Δεν έχει σφυγμό!» – το αγόρι δίπλα στον Αλέξη ουρλιάζει. Σκυμμένο πάνω του, παίρνει τον πρώτο άνθρωπο που σκέφτεται στο τηλέφωνο. Τη μάνα μιας φίλης του, που είναι δικηγόρος. Οι αστυνομικοί στο βάθος, δύο σκιές που φεύγουν. Η δικηγόρος είναι η κυρία Χρύσα Πετσιμέρη. Τον Αλέξη τον ξέρει από παιδί. Μπαίνει στον Ευαγγελισμό σε κατάσταση αλλοφροσύνης. «Φέραν ένα παιδί σκοτωμένο εδώ. Πού είναι;». Σχεδόν αδιάφορα κάποιος της δείχνει στο βάθος. Στα κρεβάτια των ασθενών ο Αλέξης μόνος του, κάτωχρος. Ούτε γιατρός ούτε κανείς. Η μπλούζα σηκωμένη. Μια γάζα στην καρδιά. Νοσοκόμες περνούν και ούτε κοιτούν. «Είναι ζωντανό το παιδί;» – η κυρία Πετσιμέρη σταματάει μία. «Δεν ξέρω!». «Τι θα πει δεν ξέρετε;». «Οχι κυρία μου, δεν είναι ζωντανό. Νεκρό είναι». Η νοσοκόμα σχεδόν ενοχλημένη. Η κυρία Χρύσα κάνει παύση. «Του χάιδεψα τα μαλλιά. Σαν να χάιδευα του παιδιού μου τα μαλλιά».
Στον Ευαγγελισμό, τον Αλέξη τον παρέλαβαν οι νοσηλεύτριες σαν «άγνωστο». «Με το τραύμα που είχε, δεν μπορούσε να είχε σωθεί» λέει μια νοσηλεύτρια. Η κοινωνική υπηρεσία άδειασε τις τσέπες του παιδιού. Μια ταυτότητα με ημερομηνία γέννησης 25 Ιουνίου 1993, κι ένα κινητό. Η πρώτη καταχώριση έγραφε «μαμά». Η κοινωνική λειτουργός πάτησε το πλήκτρο κλήσης. Στο Ψυχικό, η μητέρα του Αλέξη άκουγε το κινητό της να χτυπά από το κινητό του γιου της, και μετά μια ξένη φωνή: «Ο γιος σας χτύπησε. Πάρτε μια φίλη σας κι ελάτε».
«Μια αξιοπρεπέστατη κυρία, δεν μπορείτε να φανταστείτε». Ετσι λέει η νοσοκόμα που οδήγησε τη μάνα στην αίθουσα των γιατρών. Ενας αστυνομικός από το Ανθρωποκτονιών με πολιτικά καθισμένος σ” ένα τραπέζι. Δίπλα η μάνα, και μια φίλη της να την κρατάει. Η κυρία Χρύσα, η δικηγόρος, μπαίνει στην αίθουσα, πάει να της μιλήσει. Η μάνα την κοιτάει. «Πες μου. Τι έκανε το παιδί μου και το σκοτώσανε;». «Τι να της απαντήσω; Η κόρη μου ήταν κι αυτή καλεσμένη στη γιορτή στα Εξάρχεια, έτυχε και δεν πήγε. Ο Αλέξης είχε βγει να τον κεράσει ο φίλος του ο Νίκος που γιόρταζε. Τι να της απαντήσω;».
Ο φίλος του ο Νίκος
Ο Νίκος ζούσε στα Εξάρχεια κι ήταν πολύ φίλος με τον Αλέξη. Ο πιτσιρίκος που μου μιλάει γι” αυτόν, δεν ήταν τόσο φίλος του. «Εγώ ήμουν «το παιδί του διπλανού θρανίου»», λέει. Μου εξηγεί πως εκείνο το βράδυ ο Νίκος είχε καλέσει την παρέα σ” ένα Ιντερνετ καφέ. Ο Αλέξης δεν γινόταν να μην πάει. «Τέσσερα χρόνια πριν, ήταν ήδη μαζί με τον Νίκο απ” την πρώτη μέρα που τους θυμάμαι στου Μωραΐτη. Την τελευταία μέρα, ήταν ακόμη με τον Νίκο». Ο Νίκος ήταν ο καλύτερος φίλος του Αλέξη. Ή μάλλον, είναι.
Ο Νίκος αγριεύει και φωνάζει στους δημοσιογράφους όταν τον παίρνουν τηλέφωνο. Δεκαπέντε χρονών, κοντούλης κι αδύνατος. Ενας απ” τους δημοσιογράφους λέει πως τον τρομάζει αυτό το παιδί – δεν έχει ξαναδεί μάτια εφήβου έτσι θολά απ” την οργή. Ο Νίκος δεν μιλάει σε κανέναν. Τα κανάλια τον έπιασαν μόνο στα πλάνα της κηδείας: ένα παιδί που κρατάει το φέρετρο. Που κρατιέται απ” το φέρετρο. Κοιτάζω τη γυναίκα που οδηγεί στην πομπή. «Γιατί, αγόρι μου;». Η εικόνα είναι μακρινή, δεν έχει ήχο. Αλλά η γυναίκα το φωνάζει τόσες φορές, που διαβάζω τα χείλη της. «Γιατί, αγόρι μου;».
Ηρωας στα πανό
«Μία μέρα πριν, λέγαμε τι θα κάνουμε όταν τελειώσουμε το σχολείο». Η συμμαθήτρια του Αλέξη σε κοιτάζει σαν να μη σε βλέπει. «Ο Αλέξης μου είπε «εγώ δεν είμαι σίγουρος τι θα γίνω. Αλλά θα μάθουν όλοι το όνομά μου. Θα το δεις. Εγώ θα γίνω διάσημος μια μέρα». Μια μέρα μετά.
Το περασμένο Σάββατο, ο Αλέξης έγινε ο «ήρωας» στα πανό των αναρχικών. Την Κυριακή, έγινε ο «γνωστός – άγνωστος» στην ιστοσελίδα του CNN. Την Τρίτη, ο «δεκαπεντάχρονος Αλέξανδρος» στους μελό επικήδειους των καναλιών. Από σήμερα και μέχρι να «εξοστρακιστεί» η επόμενη σφαίρα στο στήθος κάποιου παιδιού, θα είναι ο «Ανδρέας – Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, ετών 15» πάνω στη μαρμάρινη πλάκα.
http://kourdistoportocali.com/post/39953/six