Με διαβατάρικα πουλιά έρωτα να μην πιάνεις..

heart

Τον κοίταξε με τα μεγάλα καστανά της μάτια και βγήκε απ’το δωμάτιο…Ψιθύρισε λίγες λέξεις…Τα μάτια της ήταν ήδη υγρά…Δεν θα πετύχει…Σιγά τις είπε αυτές τις λέξεις…Να μην τις ακούσει εκείνος…Ήθελε να του δίνει κουράγιο.Να του δίνει δύναμη.Τον αγαπούσε.Ένας Θεός ξέρει πόσο…Τι είπες;την ρώτησε εκείνος από μέσα..Τίποτα αγάπη μου,κοιμήσου,νωρίς είναι ακόμα.Νερό θέλω να πιώ και θα γυρίσω. Φόρεσε ένα πεταμένο πουκάμισο που βρήκε στην καρέκλα-δικό της άραγε ή δικό του,δεν θυμόταν,έτσι που τα έκαναν κουβάρι εχθες,μες τη φωτιά του έρωτα τους και κάθισε στην κουζίνα. Σκεφτόταν τη ζωή της..Πόσα άλλαξαν μέσα της…
Πόσα άλλαξαν γύρω της…Κι αυτός ο άντρας που κοιμόταν πλάι της..Που έλεγε ότι την αγαπάει..Γιατί άφηνε να την πληγώνουν; Γιατί δεν την προστάτευε; Γιατί τόση σιωπή; Άφηνε τους γύρω να βάζουν εμπόδια.Να μην την δέχονται.Εκείνη που γινόταν θυσία για όλους. Κουράστηκε…Το ήξερε αυτό καλά. Τώρα πια είναι αργά.Ο δρόμος πάει μόνο μπροστά. Δεν μπορεί να επιστρέψει. Δεν θέλει να επιστρέψει. Δεν έχει μάθει να τα παρατάει στα δύσκολα. Το κλάμα του μωρού την επανέφερε στην τάξη..Πήγε αμέσως κοντά στον γιό της…Τον πήρε αγκαλιά..Εγω δεν θα κάνω τα ίδια λάθη…Στο υπόσχομαι μωρό μου…Ησύχασε…Το βρέφος ησύχασε στην αγκαλιά της μητέρας του…Γύρισε στην κουζίνα..Στην σκέψη που άφησε μισή…»Εγω δεν θα κάνω τα ίδια λάθη»,επανέλαβε στον εαυτό της…»Ο γιός μου θα γίνει δυνατός,ποτέ δεν θα του επιβάλω τη θέληση μου,θα είναι ελέυθερος να αποφασίζει»…Κοίταξε απ’το παράθυρο…Περασμένη η ώρα…Ψυχή στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε.Ακόμα ο καιρός είναι κρύος.Απρίλης.Πάντα χειμώνας είναι εδώ…Αυτή την εντύπωση της δίνει αυτή η πόλη.Νόμιζε ότι θα την αγαπήσει με τον καιρό,αλλά…Πολλά νόμιζε ότι θα κάνει με τον καιρό αλλά τελικά δεν τα έκανε. Μόνο ένα πράγμα ξέρει να πει με σιγουριά: Πόσο αγαπάει το παιδί της και τον πατέρα του παιδιού της.Θα έδινε τη ζωή της για αυτούς τους δυο ανθρώπους. Βοηθεια δεν είχε από κανέναν και ούτε δέχτηκε ποτέ.Μόνη της τα κατάφερε όλα. Σαν τον Οδυσσέα,σε ωκεανούς,και στο τέλος έφτασε στην Ιθάκη της.Πέρασε όμως δύσκολα. Πάλευε μέσα της και έξω…Έστησε ένα σπιτικό. Εκείνος εύπλαστος. Αδύναμος. Καλοσυνάτος. Γλυκός άνθρωπος. Την αγαπούσε. Αλλά…Αυτό το »αλλά» ήθελε να πνίξει…Τι είναι αυτό που την φόβιζε…Ήξερε.Αλλά και πάλι ρωτούσε τον εαυτό της. Βυθισμένη στις σκέψεις δεν τον είδε να πλησιάζει από πίσω της. Την αγκάλιασε,έτσι όπως στεκόταν στο παράθυρο. Θα χιονίσει,μου φαίνεται,του είπε τάχα αδιάφορα. Αμήχανα στην πραγματικότητα. Έλα,ξάπλωσε,έλα κοντά μου..Δεν θα σ’αφήσω εγώ ποτέ να κρυώσεις και το ξέρεις…Ξέρω πόσο φοβάσαι..Όλα τα ξέρω…Τα βλέπω..Κι ας μην το λέω..Μα…Μην πεις τίποτα,έχουμε ο ένας τον άλλο. Αυτό δεν αλλάζει. Θα φτιάξουν όλα. Μην αμφιβάλλεις ούτε λεπτό για την αγάπη μου. Την κράτησε απ’το χέρι και την οδήγησε στο κρεβάτι.Της χάιδεψε τα μαλλιά,κι εκείνη νανουρίστηκε στην αγκαλιά του,όπως πάντα. Αυτό είχε αγαπήσει σ’αυτον τον άντρα. Την τρυφερότητα που της έβγαζε. Τώρα πια ήξερε. Θα τα καταφέρω. Θα τα καταφέρει.
Κι εκείνος ήξερε..Την κοιτούσε να κοιμάται δίπλα του και ευχαριστούσε το Θεό που την έφερε στο δρόμο του…Εδινε υποσχεση στον εαυτό του ότι θα αλλάξουν όλα..
Η αγάπη όλα τα καταφέρνει. Όλα τα νικάει. Κανένα εμπόδιο δεν μπορει να την λυγίσει. Όταν είναι τόσο αληθινή…

εγραψε το πιτσιρικι

wpid-wp-1460147573237.jpeg