Πού πάει η τέχνη όταν πεθαίνει; Στα μουσεία.

2131113

«Οι κριτικοί που προφητεύουν την παρακμή του πολιτισμού φαίνεται πως συχνά υποθέτουν ότι ο πολιτισμός είναι κάτι εύθραυστο, που συντηρείται μόνο χάρη στην αφοσίωση διανοούμενων όπως οι ίδιοι, κι ότι πάντα κινδυνεύει να ποδοπατηθεί απ’ τις εκφυλισμένες μάζες.

Όμως τα βασικά στοιχεία του πολιτισμού επιβίωσαν και επιβιώνουν μόνο επειδή ανταποκρίνονται σε ανθρώπινες ανάγκες που ξεπερνούν τις διαφορές των τάξεων, των φυλών, των εθνοτήτων και των ιστορικών περιόδων.

Ο πολιτισμός δεν είναι θείο δώρο, αλλά ένα φυσικό υποπροϊόν της ανθρώπινης εξέλιξης.«

Έτσι τελειώνει ο John Carey την εισαγωγή στο βιβλίο του «Τα μεγάλα ρεπορτάζ».

Αυτό που γράφει μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα αν σκεφτούμε όχι γενικά τον πολιτισμό, αλλά -ειδικά- πώς εξελίσσεται η μουσική.

Απ’ τις τέχνες αυτή είναι πιθανότατα η πιο άμεση, η πιο παγκόσμια, η πιο… λαϊκή. Σύμφωνα με το νευρόλογο Όλιβερ Σακς είναι κι αυτή με τη μεγαλύτερη επίδραση στον ανθρώπινο εγκέφαλο (δες παλιότερο κείμενο «Η μουσική είναι ζωή» http://sanejoker.info/2014/03/darwin-vs-james-brown2.html)

Πιθανότατα είναι η πρώτη τέχνη που έκανε ο άνθρωπος. Οι Αβορίγινες, που θεωρούνται εκείνοι με τον παλιότερο πολιτισμό, τραγουδούσαν την ιστορία τους, τραγουδούσαν τα όνειρα τους, τραγουδούσαν τους θεούς τους. Αυτοί είναι το παράδειγμα της πρωτογονικής σχέσης μουσικής και κοινωνίας.

Στη λεκάνη της Μεσογείου, όπου αναπτύχθηκαν οι πρώτες πόλεις, οι πρώτες αυτοκρατορίες, οι ιερείς κι οι άρχοντες προσπάθησαν να την ελέγξουν, να θέσουν τους δικούς τους κανόνες στον τρόπο που γίνεται η μουσική.

Όμως οι κανόνες υπάρχουν για ν’ ανατρέπονται, όχι για να τηρούνται. Κάθε είδος τέχνης που αποστειρώνεται σύμφωνα με τους κανόνες των ειδικών, παύει να είναι τέχνη, και γίνεται μουσειακό έκθεμα ή εξουσιαστικό εργαλείο.

Η παγιωμένη μουσική δεν αγγίζει τον κόσμο που αλλάζει. Γιατί, όπως γράφει ο Carey, δεν ανταποκρίνεται στις ανθρώπινες ανάγκες.

Ό,τι μένει ακίνητο είναι καταδικασμένο να πεθάνει. Ό,τι μένει απομονωμένο είναι καταδικασμένο να εκφυλιστεί. Ό,τι μένει στα χέρια των ειδικών είναι καταδικασμένο να ξεχαστεί.

Η μουσική διαρκώς εξελίσσεται, όπως ολόκληρος ο ανθρώπινος πολιτισμός. Κανείς κριτικός δεν μπορεί να καθορίσει τι θ’ αρέσει στους ανθρώπους. Η επιλογή γίνεται σχεδόν δαρβινικά. Νέα είδη, χιλιάδες τραγούδια, εμφανίζονται κάθε μέρα. Επιζούν μόνο αυτά που ταιριάζουν στο περιβάλλον -και ταυτόχρονα το διαμορφώνουν.

Η τυχαιότητα είναι τόσο σημαντική. Οι μαύροι σκλάβοι βρέθηκαν στην Αμερική, κουβαλώντας τους ρυθμούς της γενέτειρας, της μητέρας Αφρικής. Πάντρεψαν τη μνήμη με τα νέα όργανα που βρήκαν. Και γεννήθηκε -με ωδίνες- η σύγχρονη μουσική.(βλ. παλιότερο κείμενο «Η Αφρική γέννησε τη σύγχρονη μουσική» http://sanejoker.info/2015/06/black-people-and-music.html). Δεν την έφτιαξαν οι ειδικοί, οι γνώστες, οι μουσικολόγοι.

Το ίδιο έκαναν στην Ευρώπη οι τσιγγάνοι (βλ. Τζάνγκο Ρέινχαρτ, βλ. Βαλκάνια), το ίδιο οι πρόσφυγες στην Ελλάδα (βλ. ρεμπέτικο), το ίδιο κάνουν πάντα τα παιδιά των γκέτο σ’ όλο τον κόσμο.

Κάθε νέο είδος βρίσκεται αντιμέτωπο με τους παλιούς, τους ειδήμονες και με την καθεστηκυία τάξη. Ξεκινάει ανατρεπτικά, επαναστατικά, underground. To τάγκο ήταν του υπόκοσμου, η μπλουζ για τους μαύρους, το ροκ εν ρολ ξετσίπωτο, το flower-power κι η punk για τους ναρκομανείς, το hip hop των συμμοριών.

Πρώτα το αγαπάνε λίγοι, μετά ο κάθε εγώ-κι-εσύ, και μετά γίνεται κίνημα, γίνεται κύμα που είναι αδύνατον να το σταματήσεις. Τότε, μόλις φαίνεται ότι υπάρχει χρήμα σ’ αυτό, το αγκαλιάζουν οι εταιρείες. Απ’ τη στιγμή που εμπλέκονται αυτές φτάνει στο υπέρτατο σημείο δημοφιλίας (μανίας) και αναπόφευκτα ξεκινά η παρακμή του.

Πόσο ανατρεπτική μπορεί να είναι η τέχνη όταν γίνεται καθεστώς; Πόσο punk μπορεί να είναι ένας punk όταν αρέσει και στη βασίλισσα;

Για λίγο καιρό φαίνεται ότι ανακυκλώνονται τα ίδια είδη, η ίδια τέχνη, σε παραλλαγές. Ώσπου προκύπτει μια νέα ιδέα, κάτι τόσο πρωτοποριακό που η «γερουσία» το αντιλαμβάνεται ως κακοτεχνία. Ίσως γιατί συμπεριλαμβάνει κι έναν τρόπο ζωής (χορό-ντύσιμο-ομιλία) που δεν ταιριάζει με τα υφιστάμενα μοντέλα, τα επιτρεπτά.

Η ιστορία της τέχνης επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Οι κήνσορες πάντα αντιδρούν: Το καινούριο είδος δεν είναι τόσο μεγαλειώδες όσο η μουσική του Μπετόβεν, δεν είναι τόσο αρμονικό όσο τ’ ακκόρντα των Beatles, τόσο μεγαλοφυές όσο η τζαζ του Charlie Parker, τόσο άμεσο όσο η πανκ των Sex Pistols, τόσο ρυθμικό όσο η σάσλα του Τίτο Πουέντε, τόσο χορευτικό όσο η funk του James Brown, τόσο ποιητικό όσο οι στίχοι του Cohen, τόσο «κάτι» όσο η μουσική του «τάδε» που προηγήθηκε -και υμνήθηκε.

Οι ειδήμονες προσπαθούν να καταλάβουν τι είναι αυτό που αρέσει στον κόσμο. Ο κόσμος δεν προσπαθεί να καταλάβει. Αν του αρέσει κάτι το απολαμβάνει και το αναπαράγει.

Έτσι εξελίσσεται η μουσική, έτσι εξελίσσεται η τέχνη, έτσι εξελίσσεται ο πολιτισμός. Απ’ τη βάση, από εμάς.

Συνήθως είναι τα πιο νεαρά άτομα που προχωράνε τον κόσμο. Γιατί αυτά είναι πιο δεκτικά σε νέες εμπειρίες, ενώ οι γεροντότεροι πάντα θυμούνται τις παλιές καλές εποχές με νοσταλγία, τότε που το γρασίδι ήταν πιο πράσινο, τότε που οι άνθρωποι ερωτεύονταν, τότε που έκαναν πάρτι και διασκέδαζαν. Τότε που άκουγαν καλές μουσικές.

Η μουσική είναι πολιτισμός. Κι ο κάθε πολιτισμός, όπως έγραφε ο Λεβιστρός, είναι καλός όταν εξυπηρετεί τις ανάγκες της κάθε κοινωνίας.

Ο Carey το διατυπώνει διαφορετικά: «Τα βασικά στοιχεία του πολιτισμού επιβίωσαν και επιβιώνουν μόνο επειδή ανταποκρίνονται σε ανθρώπινες ανάγκες.»

Το βέβαιο είναι ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς πολιτισμό, χωρίς τέχνη, χωρίς μουσική. Είναι ανθρώπινο ιδίωμα η τέχνη, κι η μουσική ίσως είναι το πιο ανθρώπινο.

ΥΓ: Ποια είναι η καλύτερη μουσική, ποια είναι η καλύτερη τέχνη;
Σ’ αυτή την ερώτηση είχε απαντήσει ο Miles Davis.
«Ποιο πιστεύεις ότι είναι το καλύτερο σου κομμάτι;» τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος.
«Αυτό που γράφω τώρα», απάντησε ο τζαζίστας, χωρίς να σκεφτεί.

Ποια είναι η καλύτερη μουσική, η καλύτερη τέχνη;
Αυτή που γράφεται τώρα.



πηγη