Εμείς που φοβηθήκαμε το φως σαν τυφλοπόντικες.

wpid-20150417085416

Ο άνεμος αγριεύει τη θάλασσα, υψώνει τα κύματα, αφρίζει, ανακατεύει τον ωκεανό. Το πλοίο είναι καταδικασμένο ∙ έχει ήδη παραδοθεί στη δίνη,  αργοπνίγεται βίαια. Πριν το καράβι, βουλιάζουν οι ελπίδες των επιβατών.

Πριν το νερό, η απελπισία πνίγει τους ανθρώπους. Φωνές, ουρλιαχτά κλάματα. Παιδιά πέφτουν στη θάλασσα. Γονείς τα ακολουθούν. Πριν το κρύο, ο πόνος τρυπάει τη καρδιά τους. Το ένστικτο τους σπρώχνει να βουτήξουνε μαζί τους. Κανείς δεν προσπαθεί άλλο πια. Σε λίγο θα τελειώσουν όλα.  Υπομονή. Μανάδες θρηνούν , φωνάζουν μα η βοήθεια δεν ακούγεται εκεί.

Μία μάνα όμως ξεχωρίζει. Η φωνή της πιο δυνατή, σκεπάζει όλες τις άλλες.

–ΦΤΑΝΕΙ! Σκουπίσου, ντύσου και βγες από την μπανιέρα. Το φαγητό είναι έτοιμο.             

Τώρα που οι ουρανοί πλημμύρισαν με ήλιο και το χώμα μας μοσχοβολάει γη. Τώρα που οι θάλασσες γέμισαν ξανά ζωή κι απ’  τον πυθμένα της δεν αναβλύζει αίμα. Τώρα η βροχή να μας δροσίσει θέλει μόνο κι εμείς κλειστές κρατάμε ομπρέλες. Κοιτάξαμε ψηλά κι ανοίξαμε τα κλουβιά μας ∙ τώρα που ημερέψαμε και τα βουνά απ’ τη φωτιά δεν κινδυνεύουν.  Τώρα ο έρωτας βρήκε ξανά το λευκό του κι οι γέροι στη νιότη τους αιχμαλωτίστηκαν. Τώρα η αγάπη μία έχει μόνο έννοια και τα φιλιά μας δεν αφήνουνε σημάδια. Τώρα το δίκαιο μας ζηλεύει κι η εποχή αυτή μας καμαρώνει. Τα γέλια μας άσματα αποθαρρύνουν κάθε θρήνο. Τώρα που ανθίσανε ακόμα και τ’ αγκάθια μας. Τώρα μπορώ να σας πω τι έγινε.

Την ματαιότητα την είχαμε εικόνισμα μας. Φτιάχναμε ναούς γι’ αυτήν. Ο καθένας μας κι από έναν. Λαμπρούς ναούς, ψηλούς, λευκούς ή γκρίζους. Οικήματα επιβλητικά με μεγαλοπρεπή προαύλια. Μέσα εκεί την στριμώχναμε σ’ ένα εικονοστάσι και την προσκυνούσαμε ευλαβικά νυχθημερόν με τα ιερά της σύμβολα στις στέγες υψωμένα. Με ύμνους τη δοξάζαμε μαζικά, με άσματα εμπνευσμένα. Ένας έψελνε κι εμείς επαναλαμβάναμε. Αυτό ήταν. Είχε κατακτηθεί η ελευθερία μας. Χτίζαμε ναούς για τον κατακτητή μας. Για τη Θεά μας.

Μα αυτή ήθελε θυσίες. Κι εμείς πρόθυμοι να γεμίσουμε τον βωμό της. Οι άπιστοι δεν ωφελούν κανέναν. Ασύμφοροι σαν είναι ∙ οι δήμιοι με σφαίρες, βόμβες, μας λύτρωναν από τον πειρασμό τους. Αγάλματα τους κάναμε αυτούς. Κι όσα περισσότερα στήναμε αγάλματα τόσο χειρότερη πατρίδα φτιάχναμε. Κάποιοι από μας ,αχάριστοι, βγαίναμε στο δρόμο με θράσος περίσσιο, σφιχτές γροθιές ορθωμένες και φωνάζαμε ΦΟΝΙΑΔΕΣ. Δυνατά, να ακουστούμε ως τα μέσα μας. Τόσο δυνατά που ο λαιμός μας βράχνιαζε, η φωνή μας έκλεινε και δεν τα καταφέρναμε. Κι ύστερα μαζεύαμε το αίμα τους σταγόνα σταγόνα και ποτίζαμε τα οχήματά μας. Κόβαμε τη σάρκα τους κομμάτι κομμάτι και ζεσταίναμε τα κορμιά μας. Σώμα και αίμα παιδιών στα ιερά μας δισκοπότηρα. Ψυχή και πνεύμα γυναικών σε αργιών κηρύγματα. Κι όσο πιο πολύ εμείς τρώγαμε τόσο πιο πολύ τα στομάχια τους φουσκώναν. Και με τη δίψα τους ποτίζαμε τ’ άρρωστα χωράφια μας γιατί ο ιδρώτας τους μονάχα δεν έφτανε. Κι ο αέρας γαλήνιος, ερχόταν ν’ αφήσει πάνω μας τις τελευταίες τους πνοές. Μα πάνω από τους τάφους τους εμείς χαρίζαμε ένα λεπτό απ’ την αιώνια σιγή μας. Κι ένα κερί αναμμένο που έσβηνε τη μέρα.

Εμείς που φοβηθήκαμε το φως σαν τυφλοπόντικες. Απ’ τα υπόγεια έχεις καλύτερη θέα στην ελπίδα. Εμείς που χάναμε κι όμως για νίκη μιλούσαμε και ας περπατούσαμε με ψηλά τα χέρια. Το παρελθόν μέρα με τη μέρα γινότανε καλύτερο. Εμείς που κολυμπούσαμε πνιγμένοι στα χρεωμένα μας νερά. Σκοτώσαμε μία Θεά να σώσουμε ανθρώπους. Εμείς είμαστε. Εγώ, Εσύ Εμείς.