ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΝΕΑ ΚΟΛΠΑ Ο Λαφαζάνης, η Βαλαβάνη (μετά το Nammos πήρε φόρα) και η ρύθμιση πρόκληση για συγκεκριμένες επιχειρήσεις

wpid-20150417085416

Ακόμα και φωτογραφική θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος κακόπιστος τη ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 του μίνι φορολογικού νομοσχεδίου-γράφει ο έμπειρος οικονομικός συντάκτης Θανάσης Λυρτογιάννης στο Newsit.

Πρόκειται για διάταξη με την οποία απαλλάσσονται από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν το φυσικό αέριο ως πρώτη ύλη για την παραγωγή των προϊόντων τους. Η εκ πρώτης όψεως καλή ρύθμιση αφορά μόνο στα διυλιστήρια και στις επιχειρήσεις παραγωγής λιπασμάτων.

Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο θα συνεχίσουν να έχουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των άλλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, αφού θα πληρώνουν το φυσικό αέριο ακριβότερα.

Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος θα αναφερθεί ότι στη χώρα μας ο συντελεστής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης από το 2011 που εφαρμόστηκε είναι δεκαπλάσιος σε σύγκριση με αυτόν που ορίζει η κοινοτική οδηγία. Στην Ευρώπη είτε είναι σε ελαχιστα επίπεδα ή δεν υπάρχει.

Από την άλλη πλευρά τα οφέλη σε δημοσιονομικό, αναπτυξιακό και εργασιακό επίπεδο με την κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο είναι τεράστια αν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ η κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο θα είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του ΑΕΠ κατά 754 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο και τη δημιουργία 12.500 θέσεων εργασίας, ενώ θα λειτουργούσε ευεργετικά και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών γιατί θα αυξάνονταν οι εξαγωγές.

Με ένα πρόχειρο υπολογισμό από την αύξηση του ΑΕΠ κατά 754 εκατομμύρια ευρώ το ελληνικό δημόσιο θα εισέπραττε περισσότερους φόρους κατά 250 εκατομμύρια ευρώ τουλάχιστον.

Όπως γίνεται αντιληπτό η κυβέρνηση έχει την ευκαιρία με την αλλαγή της ρύθμισης να κάνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση της αύξησης των εσόδων, της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και της ανάπτυξης. Επιπλέον θα είναι και πράξη ίσης αντιμετώπισης των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν στη λειτουργία τους φυσικό αέριο.

Τέλος το μέγεθος του προβλήματος αναδεικνύει η μελέτη του ΙΟΒΕ σύμφωνα με την οποία «Οι υψλές τιμές εισαγωγής αερίου στην Ελλάδα αντανακλώνται στις τιμές με τις οποίες προμηθεύονται φυσικό αέριο οι επιχειρήσεις. Αν συνυπολογιστούν οι επιστροφές φόρων και οι απαλλαγές στις χώρες αυτές, η Ελλάδα θα είχε ενδεχομένως την υψηλότερη τιμή φυσικού αερίου προς τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη των 28. Συγκριτικά με το μέσο όρο των 28 χωρών η τιμή προς φόρων του φυσικού αερίου για τους μεγάλους καταναλωτές στην Ελλάδα ήταν υψηλότερη κατά τα 24%, ενώ η τελική τιμή χωρίς ΦΠΑ και άλλους ανακτώμενους φόρους και τέλη είναι κατά 33% υψηλότερη λόγω της επίπτωσης που έχει ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στις τιμές. Σε σχέση με τη γειτονική Βουλγαρία οι τιμές στην Ελλάδα είναι 42% υψηλότερες, ενώ η διαφορά έναντι της Τουρκίας φτάνει στο 72%»

Θανάσης Λυρτσογιάννης