Λοιπόν, θυμήσου, μην πετάξεις τη ζωή σου στα σκυλιά

wpid-wp-1473571328761.jpeg

«Γελάς καθώς το πλοίο πλησιάζει σαν θηρίο
και μου λες λοιπόν θυμήσου
μη πετάξεις τη ζωή σου στα σκυλιά.»
Φωτιά στο λιμάνι, Ξύλινα Σπαθιά

Ο Αλέξανδρος, ο άνθρωπος που παράτησε τη σίγουρη δουλειά στην Τράπεζα Πειραιώς, για να φτιάχνει τη μουσική του (και μεταφράζει τα κείμενα του Γελωτοποιού) μου στέλνει μήνυμα:

«Γράφεις… Αρκεί να ζούσα εκείνο το πρώτο φιλί, στο λιμάνι, με το νυχτερινό πλοίο να φεύγει σαν θηρίο… Έλεγα μήπως το έκανα: just to live again this first kiss at the harbor, while the night ship disappeared like a beast in the wild.»

«Κάνε ό,τι νομίζεις» του λέω, «έτσι κι αλλιώς οι ξένοι δεν γνωρίζουν τον στίχο απ’ τα Ξύλινα Σπαθιά».
«Ποιον στίχο;»
«Απ’ το Φωτιά στο λιμάνι. Ξύλινα Σπαθιά. Γελάς καθώς το πλοίο πλησιάζει σαν θηρίο».
Και του στέλνω το τραγούδι, να τ’ ακούσει.

Γνώρισα τον Αλέξανδρο πέρυσι το καλοκαίρι..

Έκανε τη δουλειά που ονειρεύονται όλοι οι γονείς για το παιδί τους (όχι όλοι, όχι εγώ, μάλλον ούτε κι εσύ που διαβάζεις αυτό το κείμενο), ήταν τραπεζικός υπάλληλος.

Ήταν δυστυχισμένος σ’ αυτή τη δουλειά. Αλλά ήταν και αρκετά θαρραλέος για να το αναγνωρίσει, αφού η πλάνη δεν είναι τύφλωση, είναι δειλία.

Ήταν τόσο θαρραλέος που τόλμησε, εν μέσω κρίσης, να παραιτηθεί από μια σίγουρη (βρέξει-χιονίσει) δουλειά, για να ασχοληθεί περισσότερο με τη μουσική του.

Δεν γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που θα έκαναν μια τόσο ηρωική πράξη.

Γιατί ο μεγαλύτερος ηρωισμός είναι να αντισταθείς σ’ όλα εκείνα τα «πρέπει» που σου μαθαίνουν. Ηρωισμός είναι να μην πετάξεις τη ζωή σου στα σκυλιά, ηρωισμός είναι να τολμήσεις η ζωή σου σαν ταινία να κυλά.

Λοιπόν, η ζωή είναι δύσκολη, κανείς δεν λέει το αντίθετο. Η ζωή είναι σκληρή, βαριά, κάποιες φορές πολύ ελαφριά για να την αντέξεις, άλλες είναι βαρετή κι άλλες τόσες αδιάφορη.

Τόσα πράγματα να γίνουν κάθε μέρα, τόσα «πρέπει», τόσος χαμένος χρόνος σε δουλειές που δεν θα ήθελες να κάνεις.

Έχει και πόνο πολύ η ζωή, σε μικρές δόσεις στην καθημερινότητα, σε μεγαλύτερες δόσεις κάποιες στιγμές.

Ψάχνεις τριγύρω να βρεις αυτή την ευτυχία που σου υποσχέθηκαν, αλλά βρίσκεις μόνο υποχρεώσεις.

Κι όσο περνούν τα χρόνια νιώθεις τα όνειρα σου να συρρικνώνονται, νιώθεις το σώμα σου να κουράζεται, νιώθεις να σε βαραίνουν οι άσπρες τρίχες κι οι ρυτίδες.

«Αυτό είναι όλο;» αναρωτιέσαι στα σαράντα, πενήντα, εξήντα.
Κάπως αλλιώς το είχες φανταστεί στα είκοσι.

Δεν έγινες τόσο πλούσιος όσο θα ήθελες να ήσουν, συχνά ζορίζεσαι να πληρώσεις τους λογαριασμούς.
Δεν έγινες τόσο διάσημος ή σπουδαίος όσο έλεγες ότι θα γινόσουν όταν μεθούσες με τους φίλους στα χρόνια της αλαζονικής πρώτης νεότητας.

Και νιώθεις κουρασμένος πια. Ή προσπαθείς σπασμωδικά ν’ αποδείξεις ότι μπορείς, ότι αντέχεις, ότι είσαι νέος. Όμως όσο και να γυμναστείς ή να διαβάσεις, όσο και να προσέχεις τη διατροφή σου, όσο και να παλέψεις, το σώμα σου σε προδίδει.

Δεν είναι εύκολο ν’ αντέξεις σαράντα (πενήντα, εξήντα) χρόνια-χτυπήματα χωρίς ρωγμές. Αν θες να είσαι ειλικρινής θα καταλάβεις ότι δεν είναι δυνατόν να μην έχεις ρωγμές στα σαράντα σου.

Όμως αυτές τις ρωγμές, αυτές τις ρυτίδες, αυτές τις λευκές τρίχες πρέπει να τις αγαπήσεις. Είναι δικές σου, είναι οι λαβωματιές απ’ τον δικό σου πόλεμο. Μπορεί να έχασες πολλές μάχες, αλλά είσαι ζωντανός, οπότε ο πόλεμος συνεχίζεται.

Δεν θα παραδοθείς τόσο εύκολα.
Γιατί να πετάξεις τη ζωή σου στα σκυλιά; Σαν τ’ αποφάγια από ένα δείπνο που έφτιαξες για τους άλλους;

Όσο μεγαλώνουμε τόσο ωριμάζουμε, έγραφε ο Έσσε.

Καταλαβαίνουμε τη ζωή μας, την καταλαμβάνουμε, χωρίς χίμαιρες και ονειροφαντασίες. Έχω δει ογδοντάχρονους γέρους ν’ απολαμβάνουν τη ζωή, κάθε της στιγμή, πολύ περισσότερο από τους σαραντάρηδες.

Δεν είναι σοφία, είναι η επίγνωση του τέλους που πλησιάζει.

Καθώς φτάνεις τόσο κοντά στο μεταίχμιο (μεταξύ θνητότητας και αιωνιότητας-μηδέν) δεν σκιάζεσαι πια. Ούτε θαρρείς τον εαυτό σου τιτάνα, αθάνατο, σπουδαίο.

Χαίρεσαι που είσαι ικανός να σταθείς όρθιος, να κατουρήσεις στη λεκάνη, να θυμηθείς πώς λένε το εγγόνι σου. Απολαμβάνεις τη ζωή χωρίς αυταπάτες. Αύριο ίσως να μην είσαι εδώ.

Είναι αστείο, τραγικά συνηθισμένο, αλλά συνήθως οι άνθρωποι δεν γνωρίζουμε πόσο σπουδαίο είναι να ζουμε. Πρέπει να φτάσουμε στα πρόθυρα του θανάτου για να το καταλάβουμε.

Συνήθως αγνοούμε τους Θεούς των Μικρών Πραγμάτων. Σαν να μη γνωρίζουμε ότι κάθε μεγάλο ξεκίνησε με την αποδοχή του μικρού.

Κι αν (απ’ την άλλη) ζεις την καθημερινότητα δίνοντας υπερβολικό βάρος στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας που απεχθάνεσαι, θα μισήσεις -κάποιον ή όλους, κάτι ή τα πάντα.

Τελειότητα δεν υπάρχει, ουτοπία δεν υπάρχει, παρά μόνο η επιδίωξη της.

Είναι μια λεπτή ισορροπία πάλι, όπως εκείνη του οργασμού. Πού θα δοθείς, πού θα αφεθείς, πού θα συγκρατηθείς, πού δεν θα δώσεις τίποτα, που δεν θα συγκρατήσεις τίποτα;

Ο καθένας επιλέγει σύμφωνα με τις προτεραιότητες του.

Αλλά ο βασικός κανόνας είναι απλός: Δώσε πολλά, μην κρατάς τίποτα.

Αλαφραίνεις την καρδιά σου δίνοντας και τη βαραίνεις όσο κρατάς. Μην κρατάς τίποτα.

Υπάρχει μια βουδιστική ιστορία:
Ένας δόκιμος μοναχός με τον γέρο μοναχό κατέβηκαν στην πόλη.

Καθώς περπατούσαν είδαν μια κοπέλα που δεν μπορούσε να διασχίσει το δρόμο, αφού οι λάσπες θα κατέστρεφαν το μοναδικό της φόρεμα.

Ο γέρος, παρά τους όρκους που είχε δώσει, έπιασε το κορίτσι, το σήκωσε και το πέρασε απέναντι.

Ώρες μετά, στο δρόμο της επιστροφής, ο δόκιμος είπε:
«Βούδα, δεν επιτρέπεται ν’ αγγίξουμε γυναίκα. Όμως εσύ το έκανες, σήκωσες το κορίτσι. Γιατί;»
«Εγώ», απάντησε ο γέρος, «άφησα το κορίτσι στην άκρη του δρόμου. Εσύ ακόμα το κουβαλάς».

Για να πετάξουμε, πρέπει να μάθουμε να πετάμε πράγματα από πάνω μας. Να κάνουμε ό,τι θέλουμε να κάνουμε, χωρίς πολλή σκέψη, κι αν μας βγει σε λάθος να μην οικτιρούμε, να μη σιχτιρίζουμε.

Μόνο ο Άτλας κι ο Ηρακλής μπορούσαν να κρατήσουν όλον τον κόσμο στους ώμους τους. Εμείς πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να μείνουμε ειλικρινείς και ανάλαφροι. Ν’ αποτινάξουμε τις εμμονές μας, τους φόβους, τα «πρέπει» και τις ενοχές.

Σ’ ένα χωράφι γεμάτο ενοχές, τύψεις και ζιζάνια, δεν φυτρώνει κανένα λουλούδι. Κι ο φόβος σκοτώνει κάθε σπόρο προσπάθειας.

Μη φοβάσαι, μη παραδίνεσαι στα σκυλιά. Κάνε κάτι μικρό, αλλά να είναι κάτι δικό σου. Όχι με την έννοια της ιδιοκτησίας. Με την έννοια της ταυτότητας.

Γιατί βρίσκεις τον εαυτό σου κάθε φορά που συμπεριφέρεσαι ως αυτεξούσιος.

Ξέχνα τις υποχρεώσεις και την «ελευθερία». Αν μπορείς, πήγαινε ‘τες ως το απέναντι πεζοδρόμιο. Κι άφησέ ‘τες εκεί.

Και να μη ξεχνάς ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα.

ΥΓ: Έκανα τη θητεία μου στην Κρήτη και ρώτησα έναν Θεσσαλονικιό, σειρά μου, τον Μπαντή, τι είναι αυτά τα ντεπόν, όπου πιάνουν φωτιές, αυτές που λέει ο Παυλίδης.

Ο Μπαντής γέλασε.

«Ντεπώ», μου είπε. «Είναι μια περιοχή στη Θεσσαλονίκη».

Τότε, πάνε είκοσι χρόνια, δεν ήξερα ότι κάποια μέρα θα έβγαζα βόλτα τον σκύλο μου στο Ντεπώ. Ότι θα καθόμουν σ’ ένα μπαλκόνι στο Ντεπώ για να γράφω. Ότι θα είχα γυναίκα και παιδί, ότι θα ήμουν σαράντα χρονών, αλλαγμένος και ίδιος.

Το παράξενο είναι ότι δεν νιώθω ότι μεγάλωσα. Ειδικά όταν εσύ γελάς γιατί σε θέλω.

Και ξέρω ένα παιδί που μου λέει πως με ξέρει.


Πηγή