Mα πού πήγαν όλοι;

SavedPicture-201562019223.jpg

Τα πράγματα που δεν ήταν καλά, ολισθαίνουν προς το ακόμη λιγότερο καλά. Από πείσμα αγκαλιάζω την περιφραστικότητα και δεν χρησιμοποιώ λέξεις όπως «άσχημα» ή «κακά». Από πείσμα και από συναίσθηση του τι γίνεται γύρω, αν εγώ είμαι άσχημα τότε τι είναι οι διωγμένοι, οι ισοπεδωμένοι, οι ακρωτηριασμένοι, οι δαρμένοι;

Χτες βράδυ στο μπαλκόνι, σ’ αυτή τη μαύρη τρύπα του σπιτιού, πέφτει ξώφαλτσα το μάτι μου στα πολεμικά ανακοινωθέντα. Ασυναίσθητα μου ξεφεύγει ένα αχνό «ωχ», χαμηλόφωνο, σχεδόν ουδέποτε ειπωθέν. Ακούει και τις σιωπές μου όμως. «Άσχημα;», με ρωτάει, μαζεύοντας τα λερωμένα ποτήρια του αργοπορημένου απογευματινού καφέ. «Μάλλον όχι καλά», απαντώ. Εκεί, γινάτι. Δεν έχεις καρκίνο, την κακιά αρρώστια έχεις. Κορόιδευα τους παλιούς, τα λουζόμαστε τώρα εμείς οι σπουδαγμένοι, οι ορθολογιστές. Ρίχνοντας στο μαυροζούμι κι ένα «μάλλον», για να κατεβαίνει ευκολότερα.

Βάζω jazz radio για να αποκτήσει τεατράλε υπόσταση το σκηνικό, μετά καθόμαστε και κάνουμε υπολογισμούς στα μουγκά. Όχι με λάδι και ξύδι, με αμόλυβδες και διόδια. Με θέα άδεια, σκοτεινά μπαλκόνια ολόγυρα. Mα πού πήγαν όλοι;

Είχαμε, έχουμε ακόμη δηλαδή, πέντε ευρώ στην άκρη (ακόμη, ασυναίσθητα, πολλές φορές λέω «πέντε δραχμές», μη τυχόν και φανούν πολλά τα ευρώ και μας ματιάσει κανείς). Λίγα, ίσα για βενζίνες τριών ημερών και ένα δίκλινο για τρεις νύχτες. Τόσα αντέχουμε, με τόσα θα ποτιστούμε.

Άλλοι δεν έχουν δει σταγόνα πάνω τους εδώ και χρόνια. Μη μιλάς. Δεν μιλάω.

Σκεφτόμαστε, αν και δεν λέει κουβέντα ο ένας στον άλλον, να τα αφήσουμε κι αυτά τα πέντε ευρώ στην άκρη, να κάτσουμε στον κώλο μας. Απ’ το τραυματισμένο μυαλό μας (τι να πουν και τα πολτοποιημένα αλλωνών) περνάνε αναπάντεχοι λογαριασμοί, κάποιο φάρμακο που δεν το καλύπτει η συνταγογράφηση και τα πλαφόν, επίσκεψη σε ιατρεία που οι πινακίδες τους γράφουν εξωτικές ειδικότητες που τις αγνοεί το νοσοκομείο μας, κανένα μερεμέτι στο μπάνιο που άρχισε να μας κάνει νερά και θα βουλιάξουμε μαζί του στο τέλος, τέτοιες τρύπες, τέτοια βουλώματα.

Την ακούω, αν και λέξη δεν βγήκε απ’ το στόμα της, να λέει «ούτε τρεις μέρες ρε πούστη μου; ούτε τρεις μέρες το χρόνο; εδώ φτάσαμε;». Την διακόπτω, χωρίς να ακουστώ. «Ας μην είμαστε αχάριστοι, πέρυσι μπήκαμε και σε αεροπλάνο, τι να πουν κι άλλοι που δεν ξέρουν τι θα πει ενοικιαζόμενο, ξενοδοχείο, αντίσκηνο έστω».

Αυτοί οι «άλλοι». Η, ερήμην τους, κατάρα μας.

Φέρνω δυο κουτάκια μπίρα. Δεν θέλω, μου γνέφει. Μην πιεις κι εσύ, λέει, μετά παραπονιέσαι για την μπάκα σου. Δέκα λεπτά σιωπής και πάντα βρίσκει τρόπο να την σπάει υποδειγματικά, ρίχνοντας κι άλλο αλάτι στις πληγές, κι άλλο κάρβουνο στο καζάνι της ενοχικότητάς μου. Των ατέλειωτων «ναι, μεν, αλλά». Των «μήπως να». Του «άσε πρώτα να δούμε». Κάποτε ζούσε μαζί μας ένας αυθορμητισμός. Κομματάκια τον κάναμε, τον λιανίσαμε, τον φάγαμε σαν κανίβαλοι, ίχνος του δεν θα βρει το CSI ακόμη κι αν κάνουν φύλο φτερό το σπίτι. Ερασιτέχνες, σκιτζήδες, δεύτεροι.

Θα βρούνε κάποιον άλλο, όμως. Δεν αντέχουμε χωρίς pet σ΄ αυτό το σπίτι.

Τώρα συζούμε με έναν Μινώταυρο. Καμιά σχέση μ’ αυτόν του Μπόρχες. Ο δικός μας δεν τρέχει να μας αγκαλιάσει από λαχτάρα και χαρά μόλις μας βλέπει, ξέρει καλά πόσο εύθραυστοι μπορούμε να γίνουμε αν μας σφίξει εκεί που ραγίσαμε. Μας θέλει ολόκληρους, θρύψαλλα του είμαστε άχρηστοι. Τρύπωσε στο τριάρι μετά από μας, ήρθε και μας βρήκε, δεν πήγαμε εμείς απρόσκλητοι στα λαγούμια του. Δεν μιλάει ποτέ. Δεν κάνει φασαρία, ούτε άνω κάτω το σπίτι, δεν έσπασε τίποτε μέχρι τώρα, δεν ρήμαξε καμιά γωνιά. Κάθεται μόνο αμίλητος μαζί μας στο τραπέζι, στους καναπέδες, στο μπαλκόνι, χώνεται ανάμεσά μας στο κρεβάτι, έρχεται ακόμη και στο μπάνιο. Γι αυτό δεν ρημάζει τίποτε, μόνο με το μέσα μας ασχολείται. Εκεί βρήκε σκοτάδια, γωνιές, ερημιές, φόβο. Αυτόν μυρίζει, μ’ αυτόν τρέφεται.

Όταν λείπουμε απ’ το σπίτι, μας περιμένει υπομονετικά να γυρίσουμε, πάντα γυρνάμε, πάντα είναι εκεί. Κάθεται και μας κοιτάζει στα μάτια, όσο κι αν προσπαθούμε να μη διασταυρώνονται τα βλέμματά μας. Απ’ τα ρουθούνια του τρέχουν μύξες και βγαίνει μια πηχτή, βρώμικη ανάσα. Ποτίσαν οι τοίχοι με την βαρβατίλα, κουραστήκαμε να σφουγγαρίζουμε σάλια και μύξες απ΄ τα πατώματα. Κάποιες φορές τον είδαμε να χαμογελάει σαρκαστικά, δεν ξέρω αν είδες δόντια Μινώταυρου αλλά αν δεις ποτέ δεν θα κατορθώσεις να τα ξεριζώσεις απ’ το μυαλό σου.

Προχτές, την ώρα που εκείνη καθάριζε μπάμιες (φρέσκα φασολάκια καθαρίζουν μόνον στα ποιήματα), ακούστηκε η φωνή του για πρώτη φορά. Της είπε ότι φέτος θέλει να ‘ρθει μαζί μας, όπου κι αν πάμε, όσο λίγο κι αν λείψουμε. Για να μη μας αφήσει λεπτό μόνους. Κόντεψε να κοπεί αλλά του είπε ναι, δεν χρειάστηκε καν να με ρωτήσει. Δεν θα πάμε πουθενά αλλά έλα μαζί μας καργιόλη, χώσου κι άλλο στο μυαλό μας και έλα. Του είπε ναι, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μη τυχόν και πάθουμε κάτι μακριά απ’ αυτόν και ξεμείνει πίσω, με τα παιδιά. Που δεν μπορούν, ευτυχώς, να τον δουν και να τον μυρίσουν. Ακόμη.

Τα παιδιά. Μεγαλώνουν, φεύγουν απ΄ το σπίτι, κι εμείς ακόμη ξυπνάμε τις νύχτες για να τα σκεπάσουμε, μη τυχόν και πουντιάσουν.

Εκείνο που με τρομάζει πολύ (δεν της είπα) δεν είναι ο φόβος μας που τον τρέφει. Είναι μη γίνουν τρεις οι μινώταυροι σ’ αυτό το σπίτι. Πρέπει να βρούμε τρόπο, μέρα θα ‘ναι, νύχτα θα ‘ναι, δεν ξέρω, να τον κάνουμε να πεθάνει από ασιτία.