Από της πόλης τη σιωπή…η δικιά μας ιστορία…

954615_523560904446711_7502960293747139847_n

Ως λιωμένο μέταλλο χύνομαι πάνω στον καρπό σου. Ξέρω, πονάει πολύ. Να έχεις υπομονή. Θα πήξω ως αντίκα βραχιόλι των αιώνων μας. Να κάνεις υπομονή. Γεννήθηκα το Νοέμβριο. Πέθανα στον Κρόνο. Ξαναζωντάνεψα στην αγκαλιά σου. Τι είναι αυτό; Αλάτι ή χιόνι; Δεν καταλαβαίνω, τι ρίχνεις στην παλάμη μου. Το δέρμα μου καίγεται, κλαίνε οι φλέβες μου. Θα πεθαίνω τώρα. Τι ρίχνεις στην παλάμη μου; Αυτός ο πόνος τόσο πολύ μοιάζει τη μοναξιά του σύμπαντος. Τι ρίχνεις στην παλάμη μου; Τα δάκρυα μου. Μοιάζω με ένα εγκαταλειμμένο κήπο. Εκεί τα μήλα είναι ξινά και τα λουλούδια άρρωστα. Ανθίζω στους έρημους του σύμπαντος. Φέρω καρπούς, ας είναι και ξινά. Κάποιος θα μπει στον κήπο τυχαία και θα φάει τον καρπό και δεν θα καταλάβει πως είναι ξινός. Και θα επιζήσει εκείνος που θα μπει στο άγριο κήπο μου, και θα ανακουφίσει την πείνα του. Θα είναι εκατοντάδες οι προσκυνητές που θα μπούνε στον κήπο μου τυχαία. Και κάποιος θα κάνει έναν πάγκο από τα ξερά σπασμένα κλαδιά μου. Μετά θα κάτσει και θα πει: «Τι ωραίος που είναι αυτός ο εγκαταλειμμένος κήπος!» Κυλιούνται πάνω στους σπόνδυλους τα δάχτυλα σου. Πόσο σκληρή είναι η επιβίωση. Χτυπιέμαι πάνω στην άκρη των βράχων, σαν άρρωστα κύματα. Απογοητευμένος, καταστρέφω πόλεις. Απλά δεν βρίσκω έξοδο. Μείνε στη μέση, το σώματός μου. Μείνε εκεί, και δεν θα ξεχειλίζω. Είσαι χαραγμένος με κρύο μελάνι πάνω σε ένα λεπτό καμβά της νύχτας. Στα πόδια σου, κουβαλάς την ψυχή μου. Μην πας μακριά. Νιώθω παράξενα χωρίς ψυχή. Μπορώ να φιλήσω τα πόδια σου; Ανθρωπίνων προσώπων ρυακίζει το ρεύμα. Στέκομαι πάνω στο μικρό νησάκι, παρακολουθώντας αυτή τη ροή. Και περιμένω πως η λάμψη της χαράς θα φωτίζει την ψυχή μου. Στη μεγάλη πορεία βλέπω Εσένα. Δεν κλαίω, είναι οι σταγόνες βροχής που μπερδεύτηκαν μέσα στις βλεφαρίδες και πλένουν τα μάτια μέχρι φωτεινή πράσινη λάμψη. Είναι βροχή. Παράξενο που πέφτει μέσα στο σπίτι. Όχι! εγώ δεν κλαίω, όχι… Χαρά μου, μου φέρνεις τόσο πολύ πόνο που δεν μπορώ να καταλάβω: είσαι η χαρά ή η θλίψη μου; Καρδιά μου, γιατί δεν μ “ακούς; Γιατί αρχγοχτυπάς σαν να μην περιέχεις πίστη, αγάπη, γαλήνη; Ξύπνα, καρδιά μου … να μου μιλήσεις. Έσπειρα τον βοριά και μάζεψα ένα κοπάδι από μαύρα σύννεφα. Μέχρι το βυθό εξέτασα το μεσημεριανό ουρανό και έμαθα τα μυστικά μονοπάτια των αστέρων. Ενώ εσύ κρυφοκοίταξες την ψυχή μου, και δεν είδες τίποτα, εκτός από την αντανάκλασή σου. Ξέσπασε σε κλάματα η καρδιά μου με μενεξεδή στάξιμο. Φέγγει και λεπτύνει, και θέλεις να ζεις. Όπως ο ουρανός αντικατοπτρίζεται μέσα στους ωκεανούς ψάχνοντας το βάθος του και δίνοντας στο νερό το άπειρο ύψος του, έτσι και εμείς αντανακλούμε ο ένας μέσα στον άλλο. Εγώ κ’ εσύ σαν δυο γυάλινοι γίγαντες περνάμε μέσα από τους ανθρώπους και δίπλα ο ένας από τον άλλο. Σε παρακαλώ μην παραπατήσεις στον ουρανό. Φοβάμαι να σε χάσω απ’ τα μάτια μου….

έγραψε το πιτσιρικι

wpid-wp-1472668381418.jpeg