Το χάδι της μηΤΕΡΑΣ

to-xadi-ths-mhTERAS

Μητέρα.
Μία λέξη που όλοι έχουν συνδέσει με τη φροντίδα και την αγάπη. Τη θαλπωρή, τις ζεστές αγκαλιές, τα χάδια. Μια εικόνα για τη γυναίκα που μας φέρνει στη ζωή τόσο ονειρικά πλασμένα, τόσο ζηλευτή.

12 Οκτώβρη 2004,

«Έχω κρυφτεί στην αποθήκη. Ελπίζω να μη με βρει σήμερα. Δεν αντέχω άλλο απόψε. Κουράστηκα και πεινάω. Κρυώνω και μόνη συντροφιά μου ο Bruno. Μακάρι να γυρίσει κουρασμένη απόψε και να μη με αναζητήσει. Λίγες ώρες μονάχα να ξεκουραστώ και να κοιμηθώ. Πονάω. Οι πληγές δεν έκλεισαν ακόμα μα θα περάσουν με τον καιρό. Πάντα περνάνε. Έτσι λέει η μαμά. Μαμά… πώς θα ήθελα να έχω μια μαμά σαν όλες τις άλλες. Εκείνες που βλέπεις ν’ αγκαλιάζουν τα παιδιά τους κι όχι να τα βασανίζουν. Αλήθεια, μαμά, γιατί με ταλαιπωρείς; Τι δεν έκανα σωστά; Πάντα είμαι υπάκουη. Πάντα κάνω ό,τι μου ζητήσεις χωρίς να παραπονιέμαι. Αν δε με ήθελες μαμά, γιατί με έκανες; Φοβήθηκες να πεις στον μπαμπά ότι δε με θέλεις; Έχω ακούσει να λένε πως αν δε θέλεις ένα παιδί μπορείς να μην το γεννήσεις. Πας σ’ έναν καλό γιατρό και στέλνει το μωράκι στους αγγέλους να το προσέχουν. Αλλά εσύ φοβήθηκες, μαμά. Ίσως για να μην πονέσεις. Ίσως για να μην έχεις τύψεις μετά πως με σκότωσες. Μα στ’ ορκίζομαι, μαμά, εκεί θα ήμουν πιο καλά. Είναι καλοί οι άγγελοι και θα ήξεραν πώς να με φροντίσουν. Εσύ ήσουν νέα και δεν ήξερες… αλλά εγώ δε φταίω, μαμά. Εγώ πονάω. Κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Δε μ’ αγαπάς, μαμά. Όλο φωνάζεις και λες πως όλα γίνονται για το καλό μου μα δεν έχεις δίκιο. Οι μανούλες που αγαπάνε τα παιδιά τους, δεν τα χτυπάνε. Τις έχω δει εγώ στην τηλεόραση τις ώρες που λείπεις. Οι καλές μανούλες αγκαλιάζουν τα παιδιά τους, τους φτιάχνουν φαγητό, τα νανουρίζουν. Δεν τα δένουν με σχοινιά για να μη φύγουν. Δεν τα κλειδώνουν στο σπίτι. Δεν τα βάζουν να τρώνε από τα σκουπίδια. Γιατί μαμά δε μ’ αγαπάς; Τι δεν έκανα σωστά;»

Έκλεισε το κιτρινισμένο σημειωματάριο γιατί τα μάτια της δεν άντεχαν άλλο να διαβάζουν. Όλα όσα είχε ζήσει, αναβίωναν μπροστά της μέσα σε λίγα λεπτά. Και πάλεψε πολύ να ξεφύγει. Όχι, τώρα που τα κατάφερε δε θα επιτρέψει σε κανέναν να σβήσει το χαμόγελό της.

Η Άννα, στα 23 της πλέον, μια πανέμορφη κοπέλα με βαρύ ιστορικό πίσω της. Μια μοίρα που δε ζήτησε κι όμως είχε την ατυχία να βιώνει. Ένα άτυχο πλάσμα που βρέθηκε στα χειρότερα χέρια.

«Θέλω να διαβάσω λίγο ακόμα. Δεν μπορεί να μ’ επηρεάζει πια. Μόνο να διαβάσω λίγο…»

5 Ιουλίου 2006,

«Όλα τα παιδιά πάνε διακοπές κι εγώ είμαι ακόμα εδώ. Δε μ’ αφήνεις να πάω στο σχολείο, δε μ’ αφήνεις να έχω φίλους, δε μ’ αφήνεις να κάνω τίποτα. Και δεν έχω πια τον Bruno. Γιατί μαμά του έκανες κακό; Τι σου έκανε; Επειδή έκανε κακά μέσα στο σπίτι και δεν πρόλαβα να τα μαζέψω; Δεν έφταιγε αυτός, εγώ έπρεπε να την πληρώσω, μαμά. Τα σκυλάκια δεν ξέρουν πού πρέπει να κάνουν την ανάγκη τους όπως εμείς. Έμεινα μόνη πια. Και μου λείπει ο μοναδικός μου φίλος. Δε σ’ αντέχω άλλο, μαμά. Θα φύγω. Κουράστηκα. Δε θέλω να με βασανίζεις πια. Δεν μπορώ άλλο να πονάω.»

Τα μάτια της γέμισαν πάλι δάκρυα. Θυμήθηκε τον Bruno, τον αδικοχαμένο φίλο της. Πώς μπορούσε αυτή η γυναίκα να βγάζει τόσο μίσος;

«Εντάξει, λοιπόν, τα κατάφερες. Σε μίσησα για λίγα λεπτά ακόμα. Σε μισούσα κάθε στιγμή που μου έλειπε ο σκύλος μου. Κάθε φορά που έπιανα τα σημάδια μου από το καυτό σίδερο. Μα τότε λυπόμουν. Τώρα έχω μόνο θυμό και οργή για σενα. Και θυμώνω που μέχρι σήμερα καταφέρνεις να μ’ επηρεάζεις. Μα ως εδώ.»

8 Ιανουαρίου 2007,

«Καινούργια χρονιά. Πίστευα θ’ αλλάξεις, θα μαλακώσεις, γιορτές έχουμε..Θα τη θυμάμαι πάντα αυτή τη χρονιά. Φρόντισες καλά εσύ γι αυτό «μητέρα». Γύρισες τσαντισμένη από τη δουλειά σου κι όπως πάντα την πλήρωσα εγώ. Το γόνατό μου είναι δεμένο μα ακόμα στάζει αίμα. Φώναζες πολύ κι όταν σου είπα να ηρεμίσεις, θύμωσες περισσότερο. Πήρες το κατσαβίδι και μου το κάρφωσες στο πόδι. ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ. ΑΚΟΥΣ? Φεύγω. Θα φροντίσω να μη με βρεις πουθενά. Μπορεί να είμαι μικρή, μα θα τα καταφέρω. Εύχομαι να μη σε ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου.»

Πέρασε δύσκολα η Άννα μέχρι να βρει ένα σπίτι να μείνει. Πρώτα την είδαν κάτι γείτονες. Εκείνη τους παρακάλεσε να τη στείλουν κάπου μακριά για να μην τη βρει η μάνα της. Της έφτιαξαν μια μικρή βαλίτσα, της έδωσαν ένα εισιτήριο και την έβαλαν σ’ ένα αεροπλάνο για Γερμανία. Η ξαδέρφη της Έλλης, της γειτόνισσας, δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Έτσι, αποφάσισαν να υιοθετήσουν τη μικρή Άννα και να της δείξουν τι σημαίνει πραγματική οικογένεια. Στην αρχή φοβόταν το κάθε τι. Μα στην πορεία έμαθε, συνήθισε, αγαπήθηκε.

Σήμερα η Άννα ζει με τη δική της οικογένεια στο Παγκράτι. Δε φοβάται πια, ούτε πονάει.

«Εύχομαι να μη σε ξαναδώ ποτέ», σου είχα γράψει και το εννοούσα δίχως άλλο. Τόσα χρόνια μετά, έμαθα πως βρίσκεσαι στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. Δε λυπήθηκα. Μ’ έκανες να φέρομαι αναίσθητα. Να μη με νοιάζει. Σου αξίζει ό,τι και να συνέβη. Ορκίστηκα να μη σε ξαναδώ και θα τηρήσω τον όρκο μου. Δε θα μου επιτρέψω να λυπηθώ για σένα.
Όσοι δεν ξέρουν, απλά πιστεύουν πως το μονάκριβο παιδί σου σε παράτησε στη μοίρα σου. Πως έκανε οικογένεια και σε ξέγραψε. Πού να ξεραν…»

Σκούπισε τα δάκρυα της και πήρε στα χέρια της το παλιό ημερολόγιο. Του έβαλε φωτιά για να μην υπάρχει τίποτα πια να της θυμίζει. Φόρεσε το καλύτερο χαμόγελό της, πήρε αγκαλιά το μωράκι της κι ορκίστηκε να του προσφέρει όσα δεν είχε εκείνη κι ακόμα περισσότερα.

Μάθαμε να κρίνουμε χωρίς να γνωρίζουμε. Μα καθένας έχει μια μεγάλη ιστορία πίσω του. Αν κάποιος μάθει πως δε νοιάστηκε για τη μάνα της που πεθαίνει, θα την κακοχαρακτηρίσει. Κανείς όμως δε θα μπορέσει ποτέ να μάθει τι πέρασε εκείνο το κοριτσάκι στα παιδικά του χρόνια. Και κανείς δεν μπορεί να τα σβήσει από τη μνήμη της.

°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°
< < ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ. ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ GOOGLE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ >>
°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°°




πηγη