Μεταμόρφωση…

wpid-20150417085416
«Πώς είναι οι κατσαρίδες που βγαίνουν από τους υπονόμους. Έτσι είναι οι λαθρομετανάστες«. Τάδε έφη ο εικονιζόμενος κύριος στην εκπομπή «Online», Mega 14 Απριλίου 2015.
Τολμηρή δήλωση, όπως και να το κάνεις, ειδικά όταν γίνεται δημόσια, σε κανάλι πανελλήνιας εμβέλειας και σε προβεβλημένη εκπομπή υψηλής τηλεθέασης. Υποδηλώνει πως έγινε εν πλήρη γνώση και με ειλημμένη ευθύνη. Προστατευμένη από την εγγενή τάση των Ελλήνων να επικροτούν τη βία απέναντι στους αδύναμους, λουσμένη στη χρυσαβγίτικη φωταύγεια των προβολέων των τηλεοπτικών καναλιών. Φυσιολογικά συνεπώς, η δήλωση αυτή αφέθηκε αναπάντητη, ασχολίαστη, και βεβαίως χωρίς να απαιτηθεί από τον ομιλητή της να λογοδοτήσει περαιτέρω τουλάχιστο δημόσια.
Για όσους μάλιστα κλείνουν ακόμα τα αυτιά στον στον φασιστικό καλπασμό της κοινωνίας, η δήλωση αυτή φαντάζει ένα ακόμα μεμονωμένο περιστατικό. Αναρωτιέμαι αν πράγματι είναι έτσι όμως, καθώς μια γρήγορη, πρόχειρη έρευνα με τη βοήθεια της Google χρησιμοποιώντας τα λήμματα «μετανάστες» και «κατσαρίδες» αποδεικνύει ότι ο χαρακτηρισμός έχει και συνέπεια και χρονική συνέχεια στην Ελλάδα του μνημονίου. Κατά καιρούς έχει γίνει χρήση του από αγανακτισμένους πολίτες μέχρι και πρώην υπουργούς. Ενδεικτικά:
Η «κατσαρίδα» συνεπώς δεν είναι μεμονωμένος χαρακτηρισμός. Είναι εγκαθιδρυμένη ταύτιση με τον πρόσφυγα και τον μετανάστη. Κοινοποιημένη απ’ τους απλούς φασίστες, νομιμοποιημένη από τους κοινοβουλευτικούς ρατσιστές. Η ύβρις που μεταμορφώνεται σε γενικευμένη συνενοχή.
Κατσαρίδα!
Ο Έλληνας μεταμορφώνει τον πρόσφυγα/μετανάστη φαντασιωσικά σε κατσαρίδα. Η διαχρονική ρητορική της ακροδεξιάς και η σημειολογία που χρησιμοποιεί αποστερεί τον μετανάστη και τον πρόσφυγα από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, την ανθρωπινή του διάσταση. Εδώ, η ψυχολογικοποίηση, μέσω της σχάσης του υποκειμένου (ρατσιστής), της προβολής στο αντικείμενο (μετανάστης) και της μετέπειτα συναισθηματικής αποσύνδεσης υποκειμένου-αντικειμένου, λειτουργεί υποβοηθητικά στην ιδεολογία του ρατσιστή, που είναι ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε ανώτερους και κατώτερους και η εκμετάλλευση των δεύτερων από τους πρώτους.
Μα κατσαρίδα;!
Η κατσαρίδα στο συλλογικό θυμικό είναι ταυτισμένη με τη σιχασιά και την αηδία. Είναι ο φορέας της αρρώστιας, της επιδημίας. Το πλήθος της κατακλύζει τα υπόγεια και τους υπονόμους, ξεγλιστρά και ξεφεύγει με ταχύτητα, σκαρφαλώνει απρόσκλητα τους τοίχους των σπιτιών μας ως μολυσματικό υπόλειμμα του καύσωνα και της υγρασίας. Η θανάτωσή της είναι επιβεβλημένη, με την ισοπέδωση από τη μπότα του πιο τολμηρού ή τη χημική ασφυξία του εντομοκτόνου.
Ωστόσο, σε ένα πιο εξελιγμένο ίσως φαντασιακό, η κατσαρίδα είναι συνδεδεμένη συνειρμικά και με δύο ακόμα συμβολισμούς: 1) την αιώνια επιβίωση (ας πούμε μετά από τον πυρηνικό πόλεμο) και 2) τη νουβέλα του Φραντς Κάφκα «Η Μεταμόρφωση».
Η Μεταμόρφωση ξεκινάει με τον ήρωα, τον  πλανόδιο πωλητή Γκρέγκορ Σάμσα, να ξυπνάει ένα πρωί μεταμορφωμένος σε τερατώδες αηδιαστικό έντομο. Σε όλο το υπόλοιπο βιβλίο, ο ήρωας παλεύει με το βάρος που αποτελεί για την οικογένειά του, που τον βλέπει με απέχθεια και αηδία. Αυτό που από τη πρώτη στιγμή συγκλονίζει στη Μεταμόρφωση είναι ότι παρά την ξεκάθαρη και ολοκληρωτική του μετατροπή σε γιγάντιο έντομο – κατσαρίδα, ο Γκρέγκορ Σάμσα εξακολουθεί και συμπεριφέρεται σαν κανονικός άνθρωπος. Ποτέ δεν ταυτίζει τον εαυτό του με κατσαρίδα. Αποκαλεί τη μεταμόρφωσή του ανοησία, τη θεωρεί ως κάτι που απλά τον εμποδίζει από το να συνεχίσει την καθημερινότητά του. Προσπαθεί να αγνοήσει τη μεταμόρφωση και όσο περισσότερο το κάνει τόσο πιο τρομακτικά γίνονται τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά. Μα παραμένει ήρεμος, ατάραχος, μέχρι την ολοκλήρωση της ιστορίας του, μέχρι τον θάνατό του, μην έχοντας ως τέλους χάσει τα χαρακτηριστικά της κατσαρίδας. Είναι στην απόλυτη άρνηση. Και ο έκπληκτος αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με έναν ήρωα του οποίου η μοίρα είναι φρικτή, που προκαλεί μαζί τρόμο και αηδία. Μα σε αντίθεση με την εσωτερική ανάγκη του αναγνώστη που απαιτεί ο Γκρέγκορ Σάμσα να βιώσει κατάβαθα τη βαριά συναισθηματική, διανοητική και εντέλει υπαρξιακή δίνη της μεταμόρφωσης σε κατσαρίδα, εκείνος ποτέ δε το κάνει.
Ακούγοντας τον εικονιζόμενο κύριο να αναπαράγει συνειδητά και χωρίς αντίσταση μια καλά ριζωμένη πια πεποίθηση, αναρωτιέμαι ποιος είναι πλέον η κατσαρίδα. Ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, εκείνος που του στερούν όχι απλώς τα αστικά του δικαιώματα, αλλά ακόμα και εκείνα τα ανθρώπινα, της ζωής, της αυτοδιάθεσης, της ύπαρξης; Ή ο πολίτης, το άτομο της  που καθημερινά ξυπνά τυφλός μπρος στην τερατώδη του μεταμόρφωση και κατ’ εξακολούθηση αρνητής της βρωμιάς που αναδύει. Ποιος είναι η κατσαρίδα; Ο πρόσφυγας, που σαν τον Γκρέγκορ Σάμσα βιώνει την καταδίκη της μεταμόρφωσης χωρίς να γνωρίζει το αδίκημα ή την κατηγορία; Ή ο πολίτης που καταδικασμένος στον εαυτό του και θωρακισμένος στην μικροσκοπική του οπτική, αδυνατεί να συνειδητοποιήσει πως από άνθρωπος έχει σταδιακά μετατραπεί σε ναζιστικό κτήνος.Σαν τον αναγνώστη της μοίρας του Σάμσα, η μεταμόρφωση μου προκαλεί τρόμο και αηδία. Ελπίζω στην κάθαρση της κατάδυσης στην υπαρξιακή δίνη του να κοιμάσαι άνθρωπος και να ξυπνάς κατσαρίδα και να μην το καταλαβαίνεις. Μάταια ίσως.
Αρνούμαι να υπογράψω το κείμενο αυτό με το όνομά μου. Θέλω η υπογραφή του να διαβάζει «Κατσαρίδα». Όχι στο πλαίσιο μιας θεωρητικής αλληλεγγύης απέναντι στον αδύναμο ή σαν κραυγή αηδίας απέναντι στον ρατσιστή. Μα σαν απόρροια της σύγχυσης στο μυαλό ενός ανθρώπου που ακόμα επιμένει να ασχολείται με την Ελλάδα. Ποια «Κατσαρίδα» υπογράφει εδώ λοιπόν; Ο μετανάστης, που βλέπει την επιστροφή να απομακρύνεται οριστικά ή ο πολίτης, ένας Γκρέγκορ Σάμσα, που ξυπνάει ακόμα ένα πρωί καταδικασμένος στην άρνηση;
«Κατσαρίδα»