Ένα ακόμα συνηθισμένο βράδυ Πέμπτης. Έχω βάλει τ’ αγαπημένο σου μαύρο μακρύ μου πουλόβερ, έχω φορέσει ένα μικρό –λίγο ψεύτικο για να είμαι ειλικρινής- χαμόγελο κι έχω βγει με τους φίλους μας.
Ξέρεις πόσο μ’ αρέσει να βγαίνω τις Πέμπτες. Έχει λιγότερο -και καλύτερο- κόσμο απ’ τα Σάββατα και περισσότερη ησυχία στα μαγαζιά. Κανέναν δεν τον νοιάζει αν θα βάλω ψιλοτάκουνες γόβες κι αν θα βαφτώ πολύ. Κάνεις δε θα μου πει «μα καλά, έτσι θα βγεις Σαββατιάτικα!». Εξάλλου, ξέρεις πολύ καλά πως δε μ’ αρέσει να βάφομαι και απεχθάνομαι τις ψηλές γόβες.
Έχουμε πάει στο αγαπημένο σου μαγαζί. Έχει γίνει στέκι πια. Άρεσε μόνο σε σένα κι επειδή ήθελες να βγαίνεις εκεί, δε σου χάλαγε κανείς χατίρι. Συνηθίσαμε τις παραξενιές σου. Ο πρίγκιπάς μας, βλέπεις.
Έκατσα με πλάτη στην πόρτα. Είχα καιρό να το κάνω! Κάθε φορά που βγαίναμε όλοι μαζί καθόμουν μπροστά στην πόρτα και περίμενα να’ ρθεις. Όταν ερχόσουν, άλλαζα θέση. Καθόμουν δίπλα σου με πλάτη σε οποιοδήποτε ερέθισμα γιατί ήξερα πως τίποτα δεν είχε περισσότερη σημασία από σένα. Κλισεδιές κι αηδίες. Αγάπες και κουραφέξαλα, αλλά τί να κάνω. Έτσι είμαι.
Κόκκινο ημίγλυκο. Ένα ποτήρι. Έναν κατρούτσο, δεν έχει σημασία. Μόνη μου θα το πιω αυτή τη φορά.
Καπνός. Μουσική και κρασί. Βλέπεις, αυτά δε βοηθούν μια κατάσταση. Ίσα-ίσα. Θες να χαλαρώσεις κι ως δια μαγείας, αρχίζεις να βλέπεις εικόνες.
Οι αναμνήσεις χορεύουν μπροστά στα μάτια σου κι εσύ, έρμαιό τους.
Εσύ κι εγώ. Η φούσκα μας. Σ’ αυτό το τραπέζι πριν καιρό. Κανένας άλλος δεν έχει σημασία. Όλο μου το σώμα στραμμένο σε σένα, ένα μόνιμο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη μου και τα μάτια μου, καρφωμένα στα δικά σου. Έτσι κι εσύ. Στραμμένος προς εμένα, μ’ ένα χαμόγελο κι ένα τσιγάρο στο στόμα.
Οι δυο μας.
Κανείς δε μας ενόχλησε, γιατί ήξεραν. Ήξεραν πως αν με επανέφεραν εκείνη τη στιγμή στην πραγματικότητα, θα μου στερούσαν το οξυγόνο. Θα σταματούσε η καρδιά μου να χτυπάει. Έτσι ένιωθα δίπλα σου. Ήταν ζωτικής σημασίας για μένα αυτά τα δέκα λεπτά.
Γι αυτά τα δέκα μας λεπτά, ετοιμαζόμουν ώρες ψυχολογικά.
Γι αυτά τα δέκα μας λεπτά, έκανα πρόβες στον καθρέφτη. Τι θα σου πω, αν θα σε αγγίξω όταν σε δω, αν πρέπει να γελάσω από ευτυχία που είσαι εδώ ή να κλάψω επειδή ξέρω πως θα’ ναι για λίγο.
Μάτια βουρκωμένα, χέρια πλεγμένα και συναισθήματα στον αέρα.
Ώρες-ώρες ένιωθα πως αυτά που πραγματικά θέλαμε να πούμε ο ένας στον άλλον αιωρούνταν πάνω απ΄τα κεφάλια μας, αλλά κανείς δεν είχε το κουράγιο να τα πει.
Δε μ’ ένοιαζε. Μου έφτανε που βρισκόσουν δίπλα μου με σάρκα κι οστά. Μ’ ένα ζευγάρι μάτια που λάμπουν κάθε φορά που μιλάς ή κοιτάς κάτι που λατρεύεις. Μ’ αυτή τη φωνή που, ακόμα και τώρα, κάνει το κορμί μου να ριγεί και μ’ αυτά τα χέρια που με κάθε άγγιγμα μπορούσες να δώσεις ζωή σε καθετί καμένο μέσα μου.
Με την άκρη απ’ το πουλόβερ σκουπίζω ένα δάκρυ που κυλάει διστακτικά στο αριστερό μάγουλό μου. Κανείς δεν το είδε. Δεν πρόλαβε.
«Είσαι καλά;». Η φωνή της μ’ επανέφερε στο τώρα. Την κοίταξα στα μάτια. Δε χρειάστηκε να μιλήσω, κατάλαβε. Παρήγγειλε ένα ακόμα κρασί για μένα κι έπιασε το χέρι μου σφιχτά. Μου χαμογέλασε και συνέχισε να γελάει με τους υπόλοιπους της παρέας. Κάτι τέτοιες στιγμές χαίρεσαι που έχεις πραγματικούς φίλους.
Κάποιος ανέφερε το όνομά σου και για λίγο σταμάτησε ο χρόνος. Δε θυμάμαι τι ειπώθηκε, η απάντησή μου όμως είναι χαραγμένη στη μνήμη μου.
«Αφού είναι βλάκας. Στην υγειά του!».
Το κεφάλι μου άρχισε να βαραίνει. Έκλεισα λίγο τα μάτια. Όταν δεν είμαι καλά, το κρασί δεν είναι καλή παρέα.
«Πίνεις για μένα ή πίνεις εξαιτίας μου;».
Ο ήχος απ’ το τράβηγμα της καρέκλας έκανε το χρόνο να σταματήσει. Ήσουν εδώ. Με κοιτούσες και χαμογελούσες.
Κοίταξα τους υπόλοιπους. Κάνεις δεν έδινε σημασία στην άφιξή σου. Όλα κυλούσαν όπως και πριν, αλλά ήσουν δίπλα μου.
Δημιούργημα της φαντασίας μου ή παιχνίδια του κρασιού;
Σε κοίταξα κι έπλεξες το χέρι σου στο δικό μου.
«Απάντησέ μου! Πίνεις για μένα ή πίνεις εξαιτίας μου;».
Πίνω εξαιτίας σου, βλάκα. Πίνω εξαιτίας σου γιατί δε σ’ έχω και γιατί μου λείπεις. Γιατί κάθε φορά που σε βλέπω, κάνω όνειρα για μας κι εσύ ρίχνεις μια κλωτσιά και μου τα διαλύεις. Επειδή ποτέ δε θα μάθεις πόσο και πως σε θέλω. Γιατί μου τη δίνουν οι ταμπέλες μας, η υπομονή που κάνω, το γεγονός ότι δε σου ζήτησα τίποτα ενώ έχω περάσει τόσα.
Επειδή σε σκέφτομαι συνέχεια. Γιατί έχω μόνο το «λίγο» σου ενώ επιθυμώ το «πολύ» σου. Το «πάντα» σου. Γιατί όλοι ξέρουν κι όλοι μιλούν για εμάς, χωρίς να υπάρχει το «εμείς». Γιατί σ’ αγαπώ πραγματικά πολύ και δε θέλω να σ’ αγαπώ. Η αγάπη πονάει, λένε. Η αγάπη συγχωρεί τα πάντα, θα πω εγώ. Είμαι ηλίθια, το ξέρω αλλά εσύ είσαι ο βλάκας. Και γαμώ την τύχη μου, θέλω να είσαι ο δικός μου βλάκας.
«Πίνω για μένα και μόνο!», απάντησα, ενώ έγειρα το κεφάλι μου στον ώμο σου. Η μυρωδιά σου έγινε ένα με τον αέρα που αναπνέω κι άρχισα να χαλαρώνω.
Εκείνη τη στιγμή δε μ’ ενδιέφερε αν είμαστε φίλοι, εχθροί, ερωτευμένοι ή όχι.
Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήσουν εσύ. Εσύ κι εγώ! Εκείνη τη στιγμή είχα όσα ήθελα.
Ένα σκούντημα στον ώμο μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Σήκω, φεύγουμε. Παραήπιαμε και σήμερα!». Κοίταξα την άδεια καρέκλα δίπλα μου και μ’ έπιασαν τα κλάματα. Πολύ καλό για να ναι αληθινό.
Εκείνη με αγκάλιασε και μου είπε «το ξέρω ότι σου λείπει πολύ αλλά δεν καταλαβαίνει. Αν δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί πόσο σπουδαία είσαι, δε χρειάζεται ν’ ασχοληθείς άλλο. Θα τον αγαπάς αλλά δε θα τον έχεις όπως θες. Συνέχισε τη ζωή σου γιατί σου αξίζει!»
Έχει δίκιο. Μπορεί εμείς οι δύο να είμαστε ό,τι είμαστε, απλά για μένα είναι λίγο πιο δύσκολο. Μπορεί να πεθαίνω να σε δω, όμως ξέρω πως θα σε χάσω ξανά. Επομένως, εγώ τη ζωή μου κι εσύ τη δικιά σου.
Εξάλλου, θα έρχεσαι στα μεθύσια μου είτε το θέλω, είτε όχι!