Μια Κυριακή του Μάρτη…

Έτρεχα μέσα σε ένα δάσος, με πυκνόφυλλα δέντρα. Ενώ ήταν πρωί, το ηλιακό φως δεν μπορούσε να περάσει μέσα από τις φυλλωσιές τους. Ήμουν ξυπόλητος, αλλά τα πόδια μου δεν ένοιωθαν τίποτε άλλο, πέρα από την υγρασία του χώματος. Έτρεχα, έχοντας έναν απροσδιόριστο φόβο μέσα στην καρδιά μου. Κάποια στιγμή, διέκρινα φως μπροστά. Το δάσος τελείωνε. Έτρεξα γρηγορότερα προς το φως. Τα μάτια μου αντίκρισαν το θέαμα που απλωνόταν φωτισμένο από έναν καθαρό ήλιο μπροστά μου. Ψιλόκοκκη άμμος και καθάρια θάλασσα. Λες και ήμουν σε κάποιο εξωτικό νησί. Πάτησα την άμμο, που έκαιγε. Ένοιωσα ανακούφιση, τα πόδια μου ζεστάθηκαν. Σταμάτησα και κοίταξα γύρω. Πουθενά κανένας, πουθενά ψυχή. Μόνο εγώ, η άμμος, η θάλασσα μπροστά, το δάσος πίσω. Ένας διαφορετικός φόβος με έκανε να ξεκινήσω ξανά το τρέξιμο. Ευθεία και όπισθεν δεν μπορούσα να πάω. Αποφάσισα να πάω αριστερά. Έτρεχα, έτρεχα και η άμμος πια μου έκαιγε τα πόδια σε σημείο να μην αντέχω άλλο. Φοβόμουν να πάω προς τη θάλασσα, φοβόμουν να ξαναμπώ στο δάσος.
Ξαφνικά, άκουσα από πίσω μου μια φωνή να με καλεί. Έκπληκτος, γιατί δεν είχα δει κάποιον άλλο τόση ώρα, σταμάτησα και έστρεψα τα σώμα μου προς την πηγή της φωνής. Μια νεαρή κοπέλα, πολύ όμορφη, βγαλμένη από τις φαντασιώσεις μου στεκόταν μπροστά μου και με καλούσε. Δεν έλεγε τίποτε άλλο, παρά μόνο το όνομά μου, και μου ένευε να την πλησιάσω. Φορούσε ένα χιτώνα και έμοιαζε με αρχαία εταίρα. Κίνησα προς το μέρος της. Όσο την πλησίαζα, τόσο αυτή έφευγε και πήγαινε προς το δάσος. Δεν με απέτρεψε αυτό. Την ακολούθησα. Ένοιωθα σιγουριά, πουθενά φόβος. Μπήκαμε μέσα στο δάσος, μπρος αυτή και λίγο πιο πίσω εγώ. Χωρίς να μιλάμε. Χωρίς να βλεπόμαστε. Περπατήσαμε κάμποσο. Δεν ξέρω για πόσο. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Με οδήγησε σε μία ξύλινη καλύβα, μέσα στο δάσος. Άνοιξε την πόρτα, στάθηκε δίπλα της και περίμενε να μπω μέσα. Διστακτικά, το έκανα. Ο χώρος ήταν σχεδόν άδειος από έπιπλα, αλλά στρωμένος με χαλιά απ’ άκρη σε άκρη. Στην μέση του χώρου, έκαιγε ένα μαγκάλι, χαρίζοντας απλόχερα ζέστη στο χώρο. Ένα παλιό καντήλι λαδιού, φώτιζε με το αχνό φως του, τρεμοπαίζοντας. Διάφορα μπουκάλια ήταν τακτοποιημένα σε μία άκρη. Μου έδειξε να κάτσω δίπλα στο μαγκάλι. Έκατσα. Αυτή, κάθισε απέναντί μου.
Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
‘Με ακολούθησες εύκολα. Ήθελες διαφυγή και την βρήκες σε μένα. Αφέθηκες να οδηγηθείς στο άγνωστο. Έδειξες πίστη και θα σε ανταμείψω. Θα σου δώσω να πιεις κάτι. Θα σου αποκαλύψω τα κρυμμένα μυστικά του μυαλού σου. Μη φοβάσαι, όπως δεν φοβήθηκες μέχρι τώρα. Δεν είμαι μάγισσα, δεν είμαι θεά. Δεν κάνω μαγγανείες, δεν κάνω ξόρκια. Είμαι αυτό που θα ήθελες να έχεις. Είμαι η απαντοχή σου. Με ήξερες από πάντα και με εμπιστεύτηκες όταν με ακολούθησες. Αυτό να κάνεις και τώρα με το ποτό που θα σου δώσω. Δεν θα βγεις χαμένος.’
Λέγοντας αυτά τα λόγια, πήρε ένα μπουκάλι με κόκκινο περιεχόμενο, κρασί μάλλον, που έλαμπε καθάριο όταν έπεφτε το φως επάνω του, έριξε λίγο μέσα σε ένα ασημένιο κύπελλο και το έβαλε επάνω στο ζεσταμένο μαγκάλι. Έριξε μέσα του κάποια βότανα που έβγαλε από ένα άλλο γυάλινο δοχείο, και το άφησε να ζεσταθεί καλά. Ο χώρος πλημμύρισε από αρώματα όμορφα. Ηρέμησα. Αισθάνθηκα τον εαυτό μου να καθεύδει και να ηρεμεί. Και αυτή είχε κλείσει τα μάτια της και ανέπνεε πιο βαθιά. Στα μάτια μου τώρα, φάνταζε σαν την αρχαία Πυθία στους Δελφούς. Μείναμε έτσι για κάμποση ώρα. Πρώτη, σύνελθε αυτή από την κατάσταση ηρεμίας που είχαμε περιέλθει. Έπιασε το κύπελλο από το μαγκάλι. Παραδόξως, δεν έδειξε να καίγεται. Έριξε το περιεχόμενο σε ένα πήλινο κύπελλο και μου το πρότεινε. Το πήρα στα χέρια μου. Το έβαλα στο στόμα μου και ήπια. Είχε την γεύση που έχει το νάμα όταν μεταλαμβάνεις. Γεύση μαυροδάφνης και απόκοσμης ενέργειας. Κύλησε μέσα στα σωθικά μου και να με έκαψε. Ένα γλυκό κάψιμο, θεμιτό. Το ήπια όλο. Το σώμα μου ενεργοποιήθηκε. Το μυαλό μου ξύπνησε από τον λήθαργο που είχε πέσει και ένοιωσα διαύγεια πρωτοφανή. Όλος μου ο κόσμος πέρασε μπροστά από τα μάτια μου και όλες μου οι μύχιες σκέψεις εμφανίστηκαν μπροστά στα μάτια μου, σαν ταινία.
Η κοπέλα σηκώθηκε από την θέση της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Την άνοιξε και γυρίζοντας σε μένα, μου είπε:
‘Είσαι έτοιμος τώρα. Μπορείς να φύγεις. Πήγαινε να με βρεις στον κόσμο σου. Θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω.’
Σηκώθηκα και βγήκα από την καλύβα. Το έδαφος πια δεν μου φαινόταν υγρό. Όλα γύρω έβγαζαν μια γλυκιά ζεστασιά. Ακόμη και ο ήλιος, φαινόταν ανάμεσα από τα φυλλώματα. Ένας δρόμος παρουσιάστηκε μπροστά μου. Οδηγούσε κατευθείαν στο σπίτι μου. Τον περπάτησα και έφτασα εκεί.’

εγραψε το πιτσιρικι