Ο πιο σκληρός θάνατος είναι εκείνος της σιωπής.

Λυγίζουν μέσα μας οι νύχτες καταπίνουν τα μικρά μεγάλα μας θέλω παίζουν για λίγο με το περαστικό φως των αυτοκινήτων κι αφήνονται σ’ έναν ύπνο βαθύ. Ανοίγουν τότε οι σελίδες των παλιών ημερολογίων βγαίνουν οι μορφές οι παιδικές μας μας κοιτάζουν στα μάτια. Δεν βρίσκουν τίποτε να πούνε. Ο πιο σκληρός θάνατος είναι εκείνος της σιωπής.
Και σιωπούν. Μια σιωπή βαθιά που βαλσαμώνει κάθε μας κίνηση επόμενη. Είναι κάποιες μέρες που σαν λυπημένες καλημέρες αργοσβήνουν πάνω σε φύλλα κιτρινισμένα από τον ήλιο ή μουσκεμένα από μια βροχή περαστική. Κι ένα αντίο μικρό πιάνει τρυφερά το χερούλι της πόρτας και την κλείνει…Έμαθα να γέρνω στο υγρό σου σώμα προσφέροντας σε τούτη την ηδονή την ψυχή μου αμαρτωλός και άγιος μύστης και ληστής για πάντα θα πετώ στους πιο βαθυγάλανους ουρανούς σου…Είναι και το φεγγάρι απόψε, που σα ταξίδι μεγάλο ζυμώνει τις ψυχές μας και πίσω του ακολουθούν, σαν ψεύτικες πάντοτε, οι πιο μεγάλες υποσχέσεις… χορεύει στο σκοτάδι η μοναξιά κι έχει βγαλμένο το μαχαίρι απ” το θηκάρι. Το πιο ηχηρό ουριαλχτό είναι εκείνο που βρυχάται μέσα μας. Εκείνο που σκεπάζεται από σιωπή γαρνιρισμένο με χαμόγελο….
εγραψε το πιτσιρικι