τώρα οι πληγές είναι κραυγή στο πουθενά.

Ένας απρόσκλητος αναστεναγμός φωλιάζει τις τελευταίες ημέρες μέσα στα σωθικά μου. Φυσάω με δύναμη να τον βγάλω από μέσα μου. Δεν δύναμαι. Αντιστέκεται σθεναρά στις προσπάθειές μου.

Πάλη με τον εαυτό μου ή πάλη με το εγώ μου; Αναπροσαρμογή στόχων και σκοπεύσεων. Εύκολο ακούγεται. Ποιος όμως είναι εκείνος που μπόρεσε να το κάνει εν μία νυκτί;

Ένα κεφάλι βαρύ και δυο μάτια που δεν ανοίγουν. Ένα Σαββατοκύριακο έγκλειστος σε ένα γραφείο, μπροστά από ένα υπολογιστή. Ανέξοδα αδιέξοδα για εκείνους που έχουν μετατρέψει την ζωή τους σε ένα στίβο επαγγελματικό. Όχι. Εγώ δεν είμαι έτσι. Θέλω να φύγω. Θέλω να ξεφύγω.

Κραυγή στο πουθενά. Κραυγή από το πουθενά. Θα τους ξαφνιάσω. Το έχω βάλει σκοπό. Απότομα. Θα φωνάξω και θα διαλυθούν όλα. Και όλοι. Αυτοί που την ζωή μου θέλησαν ενέχυρο των δικών τους φόβων και προσδοκιών. Και ‘γώ τους την έδωσα απλόχερα χωρίς να κρατήσω άμυνες. Που ποτέ δεν έμαθα. Που ποτέ δεν μου τις δίδαξε κανένας.

Δεν μπορώ να διαβάσω πλέον. Οι οφθαλμοί μου έμαθαν να διακρίνουν pixel και όχι γράμματα. Στίγματα και ψήγματα. Μιας άλλης εποχής. Έξω από εμένα.

εγραψε το πιτσιρικι