Εκλεβαν τα παιδικά χρόνια των φτωχών

Ενα από τα πιο ζοφερά μυστικά της Ελβετίας: δικαίωση και αποζημιώσεις ζητούν χιλιάδες παιδιά – εργάτες που οι Αρχές αποσπούσαν από πάμπτωχες οικογένειες και τα έστελναν να δουλέψουν σαν σκλάβοι σε αγροκτήματα ή ιδρύματα.. «Παιδιά-εργάτες» (verdingkinder), που είχαν αποσπάσει οι ελβετικές αρχές από τις οικογένειές τους, εργάζονται σε αγρόκτημα. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε στην Ελβετία ως τη δεκαετία του 1970
Παιδιά-σκλάβοι στην Ελβετία, μέχρι και τον 20ό αιώνα; Σε μια χώρα τόσο πλούσια, με τόσο λαμπρές επιδόσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα; Και όμως. Χιλιάδες άνθρωποι, στα 60 ή στα 70 τους σήμερα, ζητάνε αναγνώριση και χρηματικές αποζημιώσεις για την κλεμμένη παιδική τους ηλικία. Για την καταναγκαστική εργασία και τις κακοποιήσεις, σωματικές και σεξουαλικές, που
έζησαν στα πιο τρυφερά τους χρόνια.

Σχεδόν πάντα με πρόσχημα «να τα σώσουν από τη φτώχεια ή από ακατάλληλους γονείς», οι ελβετικές Αρχές τα έστελναν σε αγροκτήματα ή ιδρύματα, όπου συχνά τα παιδιά υπέφεραν τα πάνδεινα. Είναι τα verdingkinder (παιδιά-εργάτες), ένα από τα πιο ζοφερά μυστικά της Ελβετίας. Αυτή η εκμετάλλευση, ακόμη και από την ηλικία των 4-5 ετών, σε φάρμες και σε σπίτια στα χωριά, άρχισε στη δεκαετία του 1850 αλλά συνεχίστηκε μέχρι το 1970.

Πέρυσι, το κράτος ζήτησε επισήμως συγγνώμη. Μόλις τον περασμένο Ιούλιο η κυβέρνηση άρχισε να παραδίδει τους φακέλους με τα στοιχεία στους ενδιαφερόμενους ή τους συγγενείς τους. Και μόλις πριν από λίγες μέρες ολοκληρώθηκε η συλλογή 100.000 υπογραφών για να τεθεί σε δημοψήφισμα το ζήτημα των αποζημιώσεων. Αν εγκριθεί, υπολογίζεται ότι θα καταβληθούν περίπου 500 εκατ. ελβετικά φράγκα (415 εκατ. ευρώ), για τα περίπου 10.000 πρώην παιδιά-εργάτες εν ζωή. Και για άλλους ανθρώπους, που υποβλήθηκαν σε καταναγκαστικές στειρώσεις, παράνομους εγκλεισμούς σε ιδρύματα κ.λπ.

Τις περισσότερες φορές οι λόγοι ήταν οικονομικοί. Μέχρι τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο η χώρα δεν ήταν πλούσια. Ούτε η γεωργία μηχανοποιημένη, γι” αυτό και είχε ανάγκη από φτηνούς εργάτες. Εάν ένα παιδί έμενε ορφανό, είχε γεννηθεί εκτός γάμου ή είχε την ατυχία να ζει σε πολύ φτωχή και πολυμελή οικογένεια, οι κοινότητες παρενέβαιναν. Για να βρουν τον φθηνότερο τρόπο να τα φροντίσουν, έστελναν τα παιδιά σε ανάδοχες οικογένειες. Στη συνέχεια ένας κοινωνικός λειτουργός εμφανιζόταν λίγες φορές τον χρόνο.

Το σκεπτικό ήταν ότι στα ιδρύματα, στις φάρμες και στα σπίτια τα παιδιά θα μάθαιναν να δουλεύουν, για να μπορούν να βιοπορίζονται από την εργασία τους, ως ενήλικες στο μέλλον. Αυτή η πρακτική άρχισε να εξαφανίζεται από μόνη της, στις δεκαετίες του 1960 και του ’70, με την μηχανοποίηση της γεωργίας. Αλλά και η ελβετική κοινωνία προχώρησε, η χώρα αναπτύχθηκε και πλούτισε. Οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου το 1971 και η νοοτροπία απέναντι στην φτώχεια και τις ανύπαντρες μητέρες άλλαξε πολύ.

Ιστορικοί εκτιμούν ότι υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες τέτοια παιδιά. Μέσα σε μόλις έναν χρόνο, στη δεκαετία του 1930, αρχεία δείχνουν ότι 30.000 παιδιά δόθηκαν σε ανάδοχους γονείς σε όλη την Ελβετία. Ο βαθμός στον οποίο πολλές τέτοιες οικογένειες αντιμετώπιζαν αυτά τα παιδιά σαν «εμπορεύματα» φαίνεται από περιπτώσεις, ακόμη και στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου τα πήγαιναν στην πλατεία του χωριού και τα πουλούσαν σαν σκλάβους σε όποιον έδινε τα περισσότερα λεφτά. Υπάρχουν φωτογραφίες που δείχνουν ένα κοριτσάκι, ούτε τεσσάρων ετών, να πασχίζει να κουβαλήσει έναν βαρύ κουβά με γάλα. Μερικές φορές έστελναν τα παιδιά από μωρά στα αγροκτήματα. Και όσο μεγάλωναν τόσο περισσότερη και πιο σκληρή δουλειά τα έβαζαν να κάνουν.

Μια τέτοια παιδική ηλικία ανοίγει καταστροφικές πληγές, τραύματα που δεν επουλώνονται ποτέ. Πολλά θύματα έχουν τεράστια ψυχολογικά προβλήματα. Κάποιοι αυτοκτόνησαν, άλλοι βυθίστηκαν στη σιωπή, έκαναν οικογένειες, αλλά δεν έχουν πει τίποτα στα δικά τους παιδιά. Η δημόσια συζήτηση είναι απελευθερωτική για κάποια από τα θύματα. Ηλικιωμένοι πηγαίνουν με δεκανίκια ή σε αναπηρικές καρέκλες στην οργάνωση Δράση για Αξιοπρέπεια και εξομολογούνται για πρώτη φορά την ιστορία τους.

Τι λένε οι Ελβετοί
«Δεν ήταν η επίσημη πολιτική μας, αλλά…»
«Χωρίς καμία αμφιβολία υπήρξαν περιπτώσεις ψυχολογικής, σωματικής βίας, σεξουαλικής κακοποίησης και υπερβολικής οικονομικής εκμετάλλευσης. Αλλά πρέπει, επίσης, να τονίσουμε, ότι η καταναγκαστική παιδική εργασία δεν ήταν ποτέ κοινωνική πολιτική του ελβετικού κράτους» λέει στο «Βήμα» ο Λούτσιους Μάντερ, αναπληρωτής διευθυντής του ομοσπονδιακού υπουργείου Δικαιοσύνης στη Βέρνη.

«Νομίζω όμως ότι ακόμη και το BBC παρουσίασε μια υπερ-απλουστευμένη εικόνα. Αυτά τα παιδιά δεν τα «άρπαξαν οι Αρχές για να γίνουν φτηνοί εργάτες στη γεωργία». Τα έστελναν σε ανάδοχες οικογένειες (πολλές αγροτικές) είτε επειδή είχαν μείνει ορφανά είτε διότι έκριναν ότι οι φυσικοί γονείς τους δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να τα φροντίσουν – σύμφωνα με τις κοινωνικές, ηθικές ή θρησκευτικές ιδέες που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή. Συνήθως εξαιτίας της ακραίας φτώχειας τους» τονίζει ο Μάντερ.

«Είναι, όμως, επίσης, αλήθεια ότι κοινωνικοί λειτουργοί παραμέλησαν τα καθήκοντα του ελέγχου και της επιτήρησης, για τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν τα παιδιά. Η ενδεχόμενη χρηματική αποζημίωση δεν θα είναι ποτέ αρκετή για τα λάθη και τις αδικίες που διαπράχθηκαν» καταλήγει ο συνομιλητής μας.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

«Ο θετός πατέρας μου ήταν βίαιος, τύραννος. Τον έτρεμα…»

«Ζούσαμε με τα τρία αδέλφια μου και τη μητέρα μας, που δεν ήταν παντρεμένη. Ημασταν φτωχοί, αλλά τα παιδικά μας χρόνια ήταν χαρούμενα. Μέχρι μια μέρα που δύο αστυνομικοί χτύπησαν την πόρτα και μας πήραν με το ζόρι» λέει ο 70χρονος Νταβίντ Γκονιά. Τον έστειλαν σε ένα παλιό αγρόκτημα και έγινε παραπαίδι. «Δούλευα σαν σκλάβος, στο χωράφι, πριν και μετά το σχολείο. Ο θετός πατέρας μου ήταν βίαιος, τύραννος. Τον έτρεμα. Με χτύπαγε συνέχεια, για το παραμικρό. Πολλά βράδια με άφηναν νηστικό».

«Στα αρχεία ανακάλυψα ότι έχω 66χρονη αδελφή»

«Με έδωσαν στο ίδρυμα όταν ήμουν τριών ετών» λέει ο Κλέμεντ Βίλι, ο ιδρυτής της οργάνωσης «Δράση για την Αξιοπρέπεια». «Στα 14 με έστειλαν να δουλέψω σε μια αγροτική οικογένεια, στην επαρχία. Δεν με τάιζαν καλά, με κακοποιούσαν σωματικά και σεξουαλικά». Τώρα που άνοιξε ο φάκελός του έμαθε ότι οι Αρχές χώρισαν με τη βία την οικογένεια και ότι η μητέρα του είχε ζητήσει πολλές φορές να τον πάρει πίσω. Μάταια. «Στα αρχεία ανακάλυψα ότι έχω μία 66χρονη αδελφή, που δεν τη γνώριζα» λέει.

«Από τα 11 άρχισαν να με βιάζουν»

Η Σάρα (όχι το πραγματικό της όνομα) έζησε σε ιδρύματα από βρέφος. Αλλά το 1972, στα εννιά της, την έστειλαν σε κάποιο χωριό για να καθαρίζει ένα σπίτι. Το βράδυ σφουγγάριζε καταστήματα και έδινε τα λίγα λεφτά που έβγαζε στη θετή μητέρα της. Οταν έγινε 11 ετών οι γιοι της οικογένειας άρχισαν να τη βιάζουν. «Το χειρότερο; Οταν το κατάλαβε η μάνα τους δεν έκανε τίποτα. Είπε ότι δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς ήμουνα μια τσούλα. Μια δασκάλα και ο γιατρός του σχολείου ανησύχησαν και έγραψαν στις Αρχές. Αλλά πάλι δεν έγινε τίποτα» λέει η Σάρα.
Aπο το ΒΗΜΑ